Δέκα albums και πέντε labels μετά οι εκ Manchester ορμώμενοι γκρουβάτοι πανηδονιστές Charlatans επιλέγουν να διανείμουν το νεότευκτο πόνημά τους άνευ αντιτίμου, αψηφώντας τα παντοειδή loadings που επιβαρύνουν μια δισκογραφική δουλειά. Λίγες ημέρες πριν την επίσημη ανακοίνωση, το ίδιο πράττουν και οι Radiohead, αφήνοντας μαζί με το ευδιάκριτο ίχνος τους στα μουσικά δρώμενα του 2008 και μια αίσθηση πικρίας στους αειθαλείς μανκουνιανούς, οι οποίοι το μόνο που επιθυμούσαν ήταν μια εμφατική υπόμνηση στο ποίμνιό τους, μια επανασύνδεση των retro κηρυγμάτων του χθες με τη μοντέρνα dance ρυθμολογία του σήμερα, ένα στεντόρειο «είμαι και εγώ εδώ» βρε αδερφέ. Μπορεί η brit pop ως φαινόμενο να θάφτηκε στο χρονοντούλαπο της rock ιστορίας, τα baggy παντελόνια να εξυπηρετούν χρηστικές ανάγκες ψαράδων του Αργοσαρωνικού, το κούρεμα με μπολ να παραπέμπει σε φρενοβλαβείς τροφίμους ασύλου και το παραλήρημα του μάνατζέρ τους Alan McGhee να φαντάζει τουλάχιστον γραφικό, όμως αρκεί μόνο μια ακρόαση του “You Cross My Path” «στα κόκκινα» για να πειστείς για το αληθές του χιλιοαναμασημένου τσιτάτου «το καλύτερό τους από την εποχή του Tellin' Stories».

Ακόμα και όταν οι χορευτικές υφές καθόριζαν το ηχητικό τους στίγμα, οι παραδοσιακές rock ρίζες και τα 1960’s ακούσματα μορφοποιούσαν τη ραχοκοκαλιά του ήχου τους -τα βινύλια των Who, των Kinks και φυσικά των Rolling Stones δεν έλειψαν ποτέ από το προσκέφαλο του Tim Burgess. Το λυκόφως της σχεδόν εικοσαετούς παρουσίας τους στην εμπροσθοφυλακή της λίστας των πιο ανθεκτικών διαμαντιών του Νησιού τους βρίσκει επιβαίνοντες σε ένα ορμητικό rollercoaster ride διάρκειας 36’ 45’’ και τις βασικές επιρροές τους να συνοψίζονται στην εξής μία: New Order. Η (αναπαλαιωμένη) νέα τάξη των πραγμάτων εκκινεί με τον είμαι-μια-rhythm-section-μόνος-μου John Brookes και το μυώδες, σχεδόν χορωδιακό “Oh! Vanity”, αφήνοντας χώρο και για τις ασυνάρτητες κομπορρημονίες του Burgess (“and now I'm growing up to be, a paranoid schizophrenie”). Οι υποψίες ότι το εν λόγω album θα μπορούσε να είναι αδελφοποιητό του Republic εγείρονται με το γλυκόπικρα mid-tempo “Bad Days” και επιβεβαιώνονται με τη σύντηξη “Blue Monday” και “World” στο εκπληκτικό “Mis-Takes”, όπου παίρνεις όρκο πως στο μεσοδιάστημα 2:08-2:10 ο Peter Hook διαγκωνίστηκε με τον Martin Blunt, του βούτηξε το μπάσο με συνοπτικές διαδικασίες και άρχισε τα ραμφίσματα που μόνο αυτός ξέρει. Η ντισκομπάλα γυρίζει ακόμα στο “The Misbegotten”, με τη συνέργεια μπάσου και κρουστών να παραδίδει μαθήματα αυθεντικής indie αισθητικής στους κάθε λογής Foals αυτού του πλανήτη. Το οπιούχο κοκτέιλ από το στροβιλιζόμενο hammond του βετεράνου Rob Collins -σήμα κατατεθέν του ήχου τους-, τα μυώδη drum beats του Brookes και την κυνική, ένρινη προφορά του Burgess διαπερνά κάθε κομμάτι του album, άλλοτε ρίχνοντας ελαφρώς τους τόνους (“A Day For Letting Go”) και άλλοτε φλερτάροντας με τον κόφτη (“Missing Beats (Of A Generation)”).

Όσο οικεία και επαναλαμβανόμενη μπορεί να είναι αυτή η μανιέρα, δεν μπορείς παρά να υποκύψεις στη νοσταλγία που φέρνει το αγλαό “BIRD”, με τα ουράνια πλήκτρα και την τόσο γνώριμη μελαγχολία των εγχόρδων. Το δε ξεσηκωτικό “The End” δεν κάνει τίποτα άλλο από το να συνοψίσει με εύστοχο τρόπο την συνεπή πορεία τους στο χρόνο ως χρυσές εφεδρείες του Madchester: ποτέ μαζικοί σαλτιμπάγκοι όπως οι Oasis, ούτε όμως βραχύβιοι dance-rock πιονέροι όπως οι Happy Mondays, παρά μια σταθερή αξία στο χρόνο με ευδιάκριτη τροχιά και όχι supernova όπως οι Stone Roses. Διαπερνώντας τα χωροχρονικά σύνορα ίσως το “You Cross My Path” να είχε καλύτερη τύχη μια 15ετία πίσω, τότε που το Mad ήταν ακόμα στη Συγγρού, τα brit πάρτι έδιναν και έπαιρναν και το τζιν τόνικ έρεε άφθονο στα ποτήρια. Ίσως μόνο τότε θα μπορούσε κάποιος ανάμεσα στο “Kinky Afro” και το “I Am The Resurrection” να σιγοψιθυρίσει “This is the end / of all I know / Can't let you tell me what to do / Oh I will never be put down”.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured