Τι σου είναι η δουλειά του παραγωγού. Και δη του παραγωγού που ακούει στο όνομα Brian Eno. Παίρνει μια - ωραιότατη κατά τα άλλα - μπάντα όπως οι Coldplay, που τελευταία δεν ήταν όμως και στα καλύτερα τους και που αν δεν έκαναν μια τέτοια κίνηση ενδεχομένως να είχαν «καεί», και, ως μάγος της μουσικής, τους μεταμορφώνει σε δημιουργούς ενός επικού σχεδόν δίσκου.

Ξεχάστε λοιπόν ό,τι ξέρατε για τους Coldplay. Ή μάλλον κρατήστε την ήρεμη δύναμη, την ευαισθησία, λίγο πιάνο, και τη γνώριμη - αν και πειραματιζόμενη - φωνή του Chris Martin. Αρκετά μακριά, λοιπόν, από τις απλές, παραπονιάρικες piano pop συνθέσεις του Parachutes, μακριά από κάποιες απόπειρες δυναμισμού του A Rush Of Blood To The Head, ακόμα πιο μακριά από τη φλυαρία του X&Y, και κοντά που; Οι Coldplay, με το Viva La Vida Or Death And All His Friends προσεγγίζουν έναν πιο σύνθετο τρόπο μουσικής έκφρασης. Αφενός η παραγωγή είναι πιο πλούσια και γεμάτη, αφετέρου γίνεται χρήση πολλών οργάνων - ενώ η αλήθεια είναι πως η μπάντα από το Λονδίνο είχε ταυτιστεί με το πιάνο - δημιουργώντας εκθαμβωτικά ηχητικά τοπία, που ξεχειλίζουν από λεπτομέρειες και ιδέες, τις οποίες έχει εκμεταλλευτεί και αναδείξει κατάλληλα ο Eno.

Το album ξεκινάει με το “Life In Technicolor”, ένα ορχηστρικό κομμάτι στο οποίο η φωνή του Martin, περασμένη από echo, δημιουργεί μια υπέροχα αισιόδοξη ατμόσφαιρα. Η συνέχεια έρχεται με το αρκετά επικό “Cemeteries Of London”. Οι ίδιοι οι Coldplay δηλώνουν ότι είχαν στο μυαλό τους ένα «ντικενσιακό» Λονδίνο όταν το έγραφαν αλλά…και τα comics της Marvel! Ωστόσο, ηχητικά, το κομμάτι διατηρεί χαρούμενο τόνο παρά μια κάποια δυσδιάκριτη μελαγχολία που το διέπει. Κι ύστερα έρχεται το “Lost!”, ένα εξαιρετικό δείγμα pop στιχουργικής («Just because I’m losing doesn’t mean I’ m lost/Just because I’m hurting doesn’t mean I’m hurt»), ένα feel-good pop διαμαντάκι με πλούσια παραγωγή. Το “42” είναι η πετυχημένη απόπειρα των Coldplay για το δικό τους “Paranoid Android”, ένα τραγούδι το οποίο δεν αποτελείται από ένα μόνο και επαναλαμβανόμενο μέρος. Στην αρχή, το πιάνο και τα θλιμμένα φωνητικά του Martin σε τοποθετούν νοερά σε ένα μελαγχολικό τοπίο - κι ύστερα έρχεται το ξέσπασμα, για να επακολουθήσει εκ νέου η ηρεμία. Με δύο τίτλους, “Lovers In Japan/Reign Of Love”, η μπάντα μας δίνει ένα πολύ συμπαθητικό κομμάτι, ενώ το “Yes”, με τη φωνή του Martin σε ασυνήθιστα χαμηλές νότες, με τα πολλά έγχορδα και με την ανατολίτικη αίσθησή του, συνδυασμένα με κλασικά στοιχεία βρετανικού pop τραγουδιού, δημιουργεί ένα εντυπωσιακό μείγμα.

Αποκορύφωμα όμως του δίσκου - χωρίς να θέλω να αδικήσω τα υπόλοιπα κομμάτια - αποτελεί το “Viva La Vida”, κι ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι φαίνεται να αποτελεί την πεμπτουσία του δίσκου. Μέσα στα 4 περίπου λεπτά του τραγουδιού συμπυκνώνονται δεκάδες συναισθήματα, τόσο λόγω μουσικής -έγχορδα, θριαμβευτικά τύμπανα, «χτίσιμο» προσμονής και τελική κορύφωση - όσο και στίχων. Οι Coldplay καταπιάνονται με τη Γαλλική Επανάσταση, απευθυνόμενοι σε έναν βασιλιά που είχε - και έχασε - τα πάντα, μια έξοχη αλληγορία καθημερινών καταστάσεων, αλλά και πολιτικών πρακτικών. Τα πράγματα βέβαια δεν τελειώνουν εκεί. Το “Violet Hill” είναι ιδανικό single, με πιασάρικο ρυθμό και παραμορφωμένες κιθάρες, ενώ το beatle-ικό και αισιόδοξο “Strawberry Swing” είναι πολύ πρωτότυπο για τα δεδομένα της μπάντας. Το “Death And All His Friends” πάλι, με επίσης αισιόδοξο πιάνο, ρυθμό που σε κάνει να κουνηθείς και τη φωνή του Martin να θυμίζει ακόμα και Sigur Rós μόνο για τραγούδι τέλους δεν μοιάζει. Καταλήγει, όμως, στο ίδιο ορχηστρικό θέμα με το “Life Ιn Technicolor” και κλείνει έτσι το album ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αρχίζει. Ενδιαφέρον σαν κλείσιμο ενός κύκλου, εκτός από τη χρήση του ίδιου θέματος, είναι, επίσης, το ότι το album ξεκινάει με ένα κομμάτι που περιέχει τη λέξη life και τελειώνει με ένα το οποίο περιέχει τη λέξη death.

Το Viva La Vida είναι ένα album οπτικό κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο προτέρημα του (μαζί με τον Brian Eno). Σε γεμίζει εικόνες, που προέρχονται όχι μόνο από τους πλούσιους στίχους και το ελκυστικό artwork, αλλά από την ίδια τη μουσική. Γιατί η μουσική σε αυτό το album εκφράζει κατά κάποιον τρόπο όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα, τα μέγιστα και τα πιο ταπεινά, τα πιο αξιοζήλευτα και τα πιο τρομακτικά και στα σερβίρει μέσα από μοναδικούς συνδυασμούς μελωδιών, ενορχηστρώσεων και ιδεών. Όταν τελειώνεις την ακρόαση, συνειδητοποιείς πως χρειάζεται πού και πού ένας τέτοιος δίσκος για να σε κάνει να νιώθεις ζωντανός και να διαπιστώνεις πως χαίρεσαι γι’ αυτό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured