30 χρόνια καριέρας έκλεισαν οι Whitesnake του Dave Coverdale και συνεχίζουν, χμ, ακάθεκτοι. Το «χμ» πάει στον χρόνο που κυλά για όλους μας και γερνάει ακόμα και ένα rock icon τόσο καλοδιατηρημένο (σωματικά και φωνητικά) σαν και τον Coverdale. Με το νέο όμως, 15ο στη σειρά, album - και πρώτο με νέο υλικό εδώ και μια δεκαετία - ο τελευταίος δείχνει ότι ξέρει πώς να χειριστεί τον πανδαμάτορα χρόνο: μένει δηλαδή μπροστά, με την εμπειρία του και την εικόνα του να κρατούν τη σημαία των Whitesnake και αφήνει όλα τα δύσκολα (τη λεγόμενη «βρωμοδουλειά») στους νεότερούς του μουσικούς – οι οποίοι όντως κάνουν εξαιρετική δουλειά, με ηγέτη τον 34χρονο κιθαρίστα Doug Aldrich, που, όχι άδικα, αναδεικνύεται σε δεξί χέρι του Coverdale, συμμετέχοντας ενεργά τόσο στις συνθέσεις, όσο και στην παραγωγή.

Ακόμα όμως και όλα τα παραπάνω, όσο έξυπνα και αν ηχούν και όσο καλά και να οριοθετούν το παρόν των Whitesnake, δεν μπορούν να κρύψουν μια πολύ βασική λεπτομέρεια: πως, πλέον, η έμπνευση έχει πάει περίπατο και το μόνο που κυριαρχεί είναι η μανιέρα και ο φορμαλισμός. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου είναι και το Good To Be Bad, ακόμα και αν πρόκειται για μια δουλειά σαφώς πιο προσεγμένη και ανώτερη από εκείνο το έκτρωμα που άκουγε στο όνομα Restless Heart (1997). Το σκηνικό οριοθετείται από ηλεκτρισμένες μπαλάντες σαν κι εκείνες που ακούσαμε και ξανακούσαμε στα 1980s (“Summer Rain”, “A Fool In Love”) και δυνατά κομμάτια τα οποία τσιτώνουν τα γκάζια στις ηλεκτρικές κιθάρες και στα drums, αφήνοντας παράλληλα μπόλικο χώρο στον Coverdale για να δράσει με το γνώριμό του στιλ - όπως ας πούμε το “Good To Be Bad” ή το αναίσχυντα ζεπελινικό “Lay Down Your Love”, που σίγουρα δίνει κάποιο δίκιο στον Robert Plant να χαρακτηρίζει τον Coverdale ως «Mr. Cover-Version» (το credit για την τελευταία πληροφορία ανήκει στον Στυλιανό Τζιρίτα).

Αυτή είναι λίγο-πολύ η συνταγή. Και όσο αλήθεια και αν είναι πως ορισμένα από τα νέα τραγούδια των Whitesnake τα ακούς ευχάριστα, ακόμα κι αυτά ηχούν τόσο πολύ ως απομεινάρια από το 1987 ή το Slip Of The Tongue, ώστε μένεις να αναρωτιέσαι για τον λόγο ύπαρξής τους. Εδώ είναι συζητήσιμος ο καλλιτεχνικός λόγος ύπαρξης των δύο τελευταίων albums και το πόσο καλό ή κακό έκαναν, τελικά, στην υπόθεση hard rock. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured