«Μπρεχτικό punk cabaret» βάφτισε η τραγουδίστρια/πιανίστρια Amanda Palmer το μουσικό ύφος των Dresden Dolls, αποφεύγοντας τυχόν συγχύσεις με τη λέξη «gothic». Απορώ πού θα ήταν το πρόβλημα, καθώς το συγκρότημα δεν μου θυμίζει gothic στο ελάχιστο. Το No, Virginia δεν είναι καινούργιο album, αντιθέτως πρόκειται για μια συλλογή από b-sides, demos και νέες εκτελέσεις παλιότερων τραγουδιών, καθώς και μια διασκευή στο κλασικό κομμάτι των Psychedelic Furs “Pretty In Pink”. Ως συνέχεια του Yes, Virginia, είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα για τους οπαδούς του διδύμου από τη Βοστώνη, έτσι ώστε να κρατηθούν απασχολημένοι μέχρι την επόμενη φρέσκια κυκλοφορία, η οποία προφανώς θα αργήσει αρκετά.

Το εισαγωγικό “Dear Jenny” μας μεταφέρει εικόνες από μια ψυχιατρική κλινική, το “Night Reconnaissance”, το οποίο κυκλοφόρησε και σε single, έχει την ατμόσφαιρα cult ταινίας, παρουσιάζοντας όμως ένα διαχρονικό θέμα - τα «πηγαδάκια» και τους ανεπιθύμητους στα σχολεία. Από την άλλη, το “Ultima Esperanza” (=έσχατη ελπίδα) θίγει την απομόνωση της τωρινής ηλεκτρονικής εποχής, εξαιτίας της οποίας πολλοί αναζητούν σύντροφο στο διαδίκτυο. Σε αντίθεση με τον τίτλο του, το “Lonesome Organist Rapes Page-Turner” είναι αρκετά χαρωπό, διεστραμμένο δε, ενώ υποτονικά αλλά όμορφα δοσμένα είναι τα “The Mouse And The Model”, “The Gardener”, το νανούρισμα “The Sheep Song” και το τελευταίο κομμάτι, “Boston”. Κάπου στη μέση έρχεται το “Sorry Bunch”, ενώ με στίχους δανεισμένους απ’ τους Sex Pistols ξεκινά το “The Kill”, “I am an anarchist / I am an antichrist”. Όσο για τη διασκευή, δεν τη λες σε καμία περίπτωση αποτυχημένη, αλλά φυσικά είναι μεγάλο ρίσκο να πειράζει κανείς παλιά «ιερά» κομμάτια όπως το “Pretty In Pink”.

Πιάνο, ζωηρά drums, κιθάρες, ακορντεόν, απλές μπασογραμμές και η θεατρική φωνή της Amanda Palmer, η οποία σκιαγραφεί τους χαρακτήρες της τραγικωμικά: αυτή είναι η συνταγή που ακολουθείται και εδώ, όπως και στα δύο studio albums του συγκροτήματος, με μόνη διαφορά ότι το No, Virginia έχει λιγότερες punk αναφορές. Παρά το γεγονός ότι πραγματεύεται θλιβερές όψεις του ανθρώπου ως (αντι-)κοινωνικού όντος, ο δίσκος ακούγεται ευχάριστα. Οι δραματικές ερμηνείες της Amanda και του Brian Viglione έχουν αρκετά μεγάλη απήχηση, κατά τη γνώμη μου όμως η δόση του δράματος στις δημιουργίες τους είναι κατά τι υπέρ του δέοντος. Το όλο εγχείρημα του λεγόμενου «dark cabaret» κινήματος φαντάζει αυτοσκοπός, όπως λέμε «τέχνη για την τέχνη», χωρίς βέβαια αυτό να είναι απαραίτητα κακό. Αλλά υπάρχουν ανάλογα πιο άγνωστα συγκροτήματα (βλ. The Deadfly Ensemble) που τα καταφέρνουν μια χαρά και ως «dark» και ως «cabaret», χωρίς να αποδίδουν στον εαυτό τους τέτοιες ταμπέλες.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured