O White Williams, κατά κόσμο Joe (Williams), αποτελεί ένα μικρό δείγμα της σημερινής εκδοχής του αμερικάνικου ονείρου στον κόσμο της μουσικής, κάνοντας πράξη τη λογική του γουστάρετε δε γουστάρετε εγώ δίσκο θα βγάλω, εξαργυρώνοντας τη ελεφαντένια υπομονή του και γαϊδουρινή επιμονή του στο album που λέγεται Smoke. Ο 24χρονος από το Κλίβελαντ με μουσικό υπόβαθρο τα παίζω όλα και από λίγο, με θητεία drummer σε καφρομπάντα που άνοιγε στους Black Dice και Rapture στα 15 του και ιδρυτής του ηλεκτρονικού σχήματος So Red (η οποία πρέπει να είναι η μοναδική μπάντα στον κόσμο που μνημονεύεται χωρίς να έχει κυκλοφορήσει τίποτα), έκανε το Smoke σε διάστημα μόλις δύο χρόνων. Πώς;; Στα διαλείμματα της δουλειάς του ως γραφίστας που τον έφερε να βολοδέρνει ανάμεσα στα Κλίβελαντ, Σινσίνατι, Νέα Υόρκη και Σαν Φρανσίσκο, μαζεύοντας ήχους σε ένα laptop και περιμένοντας να ηχογραφήσει σε περιφερειακά studios, όταν όλοι οι υπόλοιποι είχαν τελειώσει.
Και τι σημαντικό έχει ο Joe να μας πει, άξιο όλης αυτής της «ταλαιπωρίας»; Το Smoke είναι ένα κράμα ήχων ανακατεμένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε το οπτικό του ισοδύναμο θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε πίνακα του Pollock. Στα δέκα του κομμάτια και τα 35 ολόκληρα λεπτά του προσπαθεί να περάσει μια φρέσκια pop easy listening αισθητική, δομημένη σε καθαρά ηλεκτρονική βάση και υπόβαθρο. Ένα καθορισμένο μπιτάκι δίνει το ρυθμό στο βάθος, εμπλουτισμένο με λογής-λογής μπλιμπλίκια, έξυπνα παιγμένα synths, γενετικούς αλγόριθμους ήχων και κιθαριστικά μέρη κοπιαρισμένα και τοποθετημένα σε μια λογική copy-paste, που όλα μαζί, επιτηδευμένα, αυξάνουν την ηχητική εντροπία του συστήματος cd player - αυτί κρατώντας όμως το θόρυβο στα χαμηλά.
Τα συμπαθητικά φωνητικά δένουν αρκετά καλά με τα κομμάτια και ειδικά με το γρήγορο tempo το οποίο ακολουθείται στα τρίτα πρώτα από αυτά. Tα “Headlines”, “In The Club” και “New Violence” είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει το album και πιθανότατα το ξεκίνημα του Smoke θα σας τραβήξει την προσοχή. Αν όχι, σίγουρα δεν θα το κάνει η συνέχεια του. Η επαναλαμβανόμενη συνταγή, σε συνδυασμό με την πτώση του ρυθμού, οδηγεί σε μια παρατεταμένη κοιλιά, με τα κομμάτια να περνούν εύηχα μεν, αδιάφορα δε. Εξαίρεση η μελωδική απλότητα του “Route To Palm” που κλείνει και το album κάπως πιο θετικά. Παρ’ όλα αυτά. η εμφανής ερασιτεχνική προσέγγιση της παραγωγής, με όλα τα συστατικά που το απαρτίζουν να προέρχονται από διαφορετικά στούντιο, άλλα όργανα ηχογραφημένα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και ενωμένα με λογισμικό ενός laptop, αφαιρεί πολύ από την ταυτότητα και τη συνοχή κομματιών τέτοιου είδους - έτσι τουλάχιστον όπως αυτά έχουν προδιαγραφεί από μπάντες όπως οι Postal Service και οι American Analog Set εδώ και κάτι χρόνια.
Αν αποτελούσε η επιμονή του Joe να βγάλει δίσκο μέσα από τις δυσκολίες (όπως μας τις παρουσιάζει υπερήφανα) της ζωής κριτήριο αξιολόγησης, θα έπαιρνε και έπαινο. Όπως κι εγώ θα έπρεπε να εξυμνώ τον γιο του φούρναρη της γειτονιάς μου για την ηχογράφηση, παραγωγή και κυκλοφορία μπουζουκόδισκου κατευθείαν για τα σκυλάδικα του Ασπρόπυργου με το τίμημα ενός φούρνου μείον. Όσο ευκολοάκουστο και πιασάρικο φαντάζει στην αρχή το ειδικό βάρος του Smoke, είναι πολύ μικρό για να αντέξει το δίμηνο τη σήμερον ημέρα. Δέκα χρόνια πριν ίσως…
- Πληροφορίες
- Κατηγορία: ΔΙΕΘΝΗ
White Williams - Smoke
- Βαθμολογία: 5
- Καλλιτέχνης: White Williams
- Label: Double Six / EMI
- Κυκλοφορία: Απρ-08