Οι jazz μουσικοί ανέκαθεν μπορούσαν να διαχωριστούν σε τρεις κατηγορίες: στους πραγματικά ρηξικέλευθους και νεωτεριστές, στους απλούς βιρτουόζους, και σε αυτούς που βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα. Ο Brad Mehldau, έχω την αίσθηση, ότι ανήκει στην τρίτη κατηγορία. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις εκτελεστικές του δυνατότητες στο πιάνο, κανείς όμως δεν μπορεί και να πει ότι φέρνει κάτι καινούργιο στη μουσική, ότι ηγείται, ή έστω ανήκει, σε ένα νέο μουσικό ρεύμα. Παρόλα αυτά, δείχνει ικανός να φέρει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, την ομορφιά που μπορεί να χαρακτηρίσει τη jazz μουσική, με καλαίσθητες ενορχηστρώσεις, κάτι το οποίο τον ξεχωρίζει από τους μουσικούς της δεύτερης κατηγορίας και τον εντάσσει στην τρίτη.

Στον συγκεκριμένο διπλό δίσκο περιέχονται δώδεκα συνθέσεις ηχογραφημένες ζωντανά σε ένα από τα θρυλικά jazz club της Νέας Υόρκης, το Village Vanguard, τον Οκτώβριο του 2006. Δίπλα στον Mehldau, υπάρχει ο Larry Grenadier στο κοντραμπάσο και ο Jeff Ballard στα drums - δύο επίσης εξαιρετικοί μουσικοί, που, όποτε χρειάζεται, κρατούν ένα στιβαρό rhythm section, ενώ αλλού ξεφεύγουν πειραματιζόμενοι πάνω στα ηχητικά μοτίβα του πιάνο, δίχως να φοβούνται να αναλάβουν τις αναγκαίες πρωτοβουλίες. Στα κομμάτια του δίσκου περιλαμβάνονται πέντε συνθέσεις του ηγέτη του τρίο Brad Mehldau, οι περισσότερες εκ των οποίων εκδηλώνονται σε γρήγορα jazz κομμάτια με το πιάνο να τρέχει σε περίτεχνα σόλο περάσματα και το rhythm section να ακολουθεί σε ρυθμό και διάθεση (υπάρχει και το “Secret Beach”, ένα από τα διαμαντάκια του δίσκου, που είναι αρκετά πιο αργό σε tempo). Τα υπόλοιπα επτά κομμάτια είναι διασκευές, όχι όλες σε jazz συνθέσεις, αλλά και κάποιες με πιο rock πρώτη ύλη. Έτσι μαζί με το “Countdown” του John Coltrane, το “C.T.A.” του Jimmy Heath ή το “The Very Thought Of You” του Ray Noble - το οποίο τραγούδησε μεταξύ άλλων ο Nat King Cole, άλλα και ο Rod Stewart - μπορεί να ακούσει κανείς τις jazz εκτελέσεις του “Wonderwall” των Oasis και του “Black Hole Sun” των Soundgarden (στο οποίο σημαντικό ρόλο επωμίζεται το κοντραμπάσο του Grenadier που σε σημεία παίζει τη μελωδία του κομματιού, ενώ σε άλλα επικεντρώνεται σε ένα εξαιρετικής ποιότητας σόλο). Όλες πάντως οι εκτελέσεις, λόγω του live του θέματος (ένα jazz live άλλωστε που σέβεται τον εαυτό του βρίθει σολιστικών σημείων) ξεφεύγουν από την αρχική τους μελωδία και ρυθμό, περνώντας σε διάφορων ειδών γέφυρες, σημεία όπου και εκδηλώνονται και πολλά σόλο - άλλα όμορφα και ταξιδιάρικα, άλλα ίσως λίγο πιο κουραστικά. Πράγμα που αναπόφευκτα οδηγεί σε τεράστιας διάρκειας κομμάτια (μόνο δύο κρατιούνται κάτω των δέκα λεπτών, ενώ το “Black Hole Sun” ξεπερνάει τα 23 λεπτά!).

Εν κατακλείδι, το σύνολο που δημιουργείται είναι αρκετά καλό και πιθανών να ηχεί ιδιαίτερα ευχάριστα στα εκπαιδευμένα με το είδος αυτιά, δύσκολα όμως θα ευαισθητοποιήσει ιδιαίτερα τους υπολοίπους (ίσως και η έλλειψη οποιονδήποτε πνευστών συντελεί σε αυτή τη δυσκολία). Στα δύο δισκάκια αυτής της κυκλοφορίας, μπορεί κανείς να ακούσει τρεις πραγματικά καλούς μουσικούς να δίνουν ένα live με αυστηρά jazz δομές, άλλοτε σε γρήγορους και ξέφρενους ρυθμούς, άλλοτε σε πιο ήρεμους και ήπιους τόνους, βγαλμένο από την jazz παράδοση πολλών χρόνων, χωρίς όμως τη διάθεση να σπρώξουνε τα πράγματα ελάχιστα πιο μπροστά από όπου τα βρήκαν οι ίδιοι. Κάτι που προσωπικά το θεωρώ μείον, ή, αν όχι μείον, σίγουρα έναν λόγο για τον οποίο θα συνεχίσουν μεν να μου αρέσουν, αλλά δεν θα γίνουν ποτέ από τις αγαπημένες μου μπάντες.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured