Η Duffy κατάφερε να ξεχωρίσει. Και κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, όταν υπάρχει «ο δρόμος που χάραξε η Amy» και το πλήθος διεκδικητριών του άτυπου στέμματός της. Δεν άργησαν βέβαια να της κολλήσουν χίλιες δυο ετικέτες: άλλοι την ταμπέλα της ξανθιάς απάντησης στη Winehouse, άλλοι του κλώνου της Dusty Springfield και πάει λέγοντας. Οι συγκρίσεις δίνουν και παίρνουν και μάλλον είναι αναπόφευκτες, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που έχει σημασία είναι πως επιτέλους βλέπουμε γυναίκες που δεν μας σερβίρουν ξαναζεσταμένα πράγματα.

Και για του λόγου το αληθές, το Rockferry, το ντεμπούτο της νεαρής Ουαλής, είναι ένα φοβερά καλοδουλεμένο soul album. Για να γίνει αυτό όμως, έβαλε το χεράκι του ο αξιότιμος κύριος Bernard Butler (βλέπε Suede), που συμμετέχοντας τόσο στη σύνθεση (έγραψε τέσσερα από τα κομμάτια του album μαζί με τη Duffy) όσο και στην παραγωγή, έδωσε στο υλικό της προστατευόμενής του φινέτσα και μεστότητα που σίγουρα θα έλειπαν σε διαφορετική περίπτωση. Και μετά η Duffy ανέλαβε να το απογειώσει. Και τα κατάφερε. Χωρίς να έχει το ταμπεραμέντο, τον τσαμπουκά και το bitchy ύφος της Amy, αλλά διαθέτοντας μια στιβαρή παρουσία, η οποία εμπνέει μια αληθινά αξιοπρεπή δύναμη. Γράφοντας η ίδια τους στίχους όλων των τραγουδιών, που - αν και κινούνται στα στιχουργικά μοτίβα των κλασικών soul κομματιών και δεν έχουν τη σπιρτάδα ενός πιο φρέσκου, σύγχρονου λόγου - αποτυπώνουν με μια γλυκιά νοσταλγία αλλά και αποφασιστικότητα το αίσθημα της φυγής το οποίο διαπερνά όλο το album. Και, κυρίως, κάνοντας κάθε δευτερόλεπτο αυτού του δίσκου να διαποτίζεται από τη χαρακτηριστική ένταση και την παιχνιδιάρικη βραχνάδα της ευλύγιστης φωνής της.

To album δεν είναι ο δυναμίτης που θα σε συνεπάρει με το πρώτο άκουσμα, με τον τρόπο που το έκανε π.χ. το Back To Black, αλλά πολύ γρήγορα βρίσκει τον τρόπο να σε κερδίσει. Και σε κερδίζει χωρίς αμφιβολία. Είτε με το απολαυστικό εναρκτήριο “Rockferry”, όπου η Duffy ξεκινά νωχελικά για να καταλήξει, ανεβαίνοντας εντυπωσιακά μια ολόκληρη οκτάβα, σε μια ερμηνεία απίστευτης έντασης και ενέργειας. Είτε με τα γλυκόπικρα “Warwick Avenue” και “Stepping Stone”, τις καλύτερες ίσως μπαλάντες του album, που αποδεικνύουν την ερμηνευτική της υπεροχή στα slow κομμάτια. Όχι ότι δεν ξέρει και να γκρουβάρει - το υπερχιτάκι της “Mercy” είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της. Ή να γίνεται blues ακόμα-ακόμα, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, όπως στο “Syrup And Honey”. Το album έχει την τύχη του εξασφαλισμένη καταπώς φαίνεται, κι επειδή θα παίζεται και θα ξαναπαίζεται παντού γι’αρκετό καιρό, θα δώσει χρόνο στη Duffy να αποτινάξει ό,τι από τη Dusty υπάρχει πάνω της και να κοιτάξει ακόμα πιο βαθιά μέσα στη soul (της).

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured