Οι Sons Of Alpha Centauri είναι μια μπάντα που δημιουργήθηκε και ανδρώθηκε στην Αγγλία της δεκαετίας των 2000s, αν και θα προτιμούσε κατά πώς φαίνεται να δρούσε στη δεκαετία του 1990 και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ωκεανού, ήτοι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και αυτό γιατί αφενός λίγη σχέση έχουν με τη μουσική εξέλιξη της δεκαετίας που διανύουμε και αφετέρου γιατί είναι έκδηλη η «αμερικανιά» που χαρακτηρίζει τον ήχο τους.

Οι Γιοι Του Αστερισμού Του Κενταύρου (το όνομά τους μπορεί επίσης να παραπέμπει και στον δίσκο Alpha Centauri των Tangerine Dream), σε αυτή την πρώτη τους δουλειά, έξι χρόνια μετά την επίσημη, κατ’ αυτούς, έναρξη των εργασιών τους, μας δίνουν δώδεκα ορχηστρικές συνθέσεις, με εμφανείς τις stoner / desert καταβολές τους, αλλά και το έντονο Sabbath-ικό στοιχείο, που δείχνει να έχει ποτίσει τις μουσικές τους φλέβες, εκφρασμένα με ένα σκοτεινό αίσθημα βαριάς μελαγχολίας, το οποίο έβρισκε κανείς παλιά σε συγκροτήματα όπως ήταν οι Chokebore, για παράδειγμα. Ας με συγχωρέσουν, όμως, το αγγλικό κουαρτέτο και οι αστερισμοί που εκπροσωπούν, αλλά προσωπικά δεν κατάφεραν να με κερδίσουν, όσες φορές και αν έχω ακούσει τον δίσκο. Δεν κατάφεραν να με κερδίσουν, διότι μου φαίνονται ελάχιστα έως καθόλου τολμηροί, αρκετά (για να μη πω απόλυτα και φανώ εμπαθής) προβλέψιμοι και κάπως mainstream για τα δικά μου γούστα, μιας και δείχνουν ότι φοβούνται να κάνουν έστω και ένα βήμα εμπρός, λες και αυτό το βήμα μπορεί να τους οδηγήσει σε κάποιου είδους γκρεμό. Αυτό δεν αναφέρεται μόνο στη μουσική τους και στον τρόπο που αναπτύσσουν τα κομμάτια τους, αλλά και στη γενική σύλληψη του όλου εγχειρήματος, δηλαδή τη διάθεση που μας δείχνουν καθ’ όλη τη διάρκεια των 68 περίπου λεπτών του δίσκου, την παραγωγή του και τη συνολική αντίληψη του ήχου τους.

Όσον αφορά τη μουσική πλευρά, οι δώδεκα συνθέσεις του δίσκου ακολουθούν όλες πανομοιότυπα (ίσως εκνευριστικά πανομοιότυπα) μοτίβα, με εύκολα διακριτές γραμμές μεταξύ εισαγωγής, κυρίου θέματος, παύσης, ξεσπάσματος και εξαγωγής, τόσο που νομίζει κανείς ότι ξεπήδησαν από έναν ιδιόμορφο προγραμματισμό των μηχανημάτων μαζικής παραγωγής τραγουδιών, όπως αυτό που γλαφυρά περιέγραφε ο George Orwell στο αριστουργηματικό και προφητικό (;) του μυθιστόρημα, “1984”. Οι ρυθμοί είναι αργοί, ράθυμοι και νωχελικοί με αργή ανάπτυξη και επαναλαμβανόμενα riffs, που τελικά κάνουν μια ωραία ιδέα να ακούγεται κουραστική σε ορισμένα τουλάχιστον σημεία. Μια κούραση που μπορεί να επέλθει και από την έλλειψη φωνητικών, καθώς ναι μεν τολμούν να εμπιστευτούν τις συνθέσεις τους (αν και μετά από μια δεκαετία μεσουράνησης του post rock δεν μπορεί πλέον να φαντάζει και ιδιαίτερα καινοτόμο το εγχείρημα) για τη διατήρηση του ενδιαφέροντος, αυτές όμως δεν δείχνουν ικανές για κάτι τέτοιο – πλην κάποιων εξαιρέσεων. Σε όλο τον δίσκο κυριαρχούν οι βαριές κιθάρες (χρησιμοποιείται ένα απλό distortion ως επί το πλείστον χωρίς να αλλάζει ιδιαίτερα ο ήχος από κομμάτι σε κομμάτι) και ένα στιβαρό και αγέρωχο rhythm section που κρατάει τα μπόσικα, που λέμε, στα αργόσυρτα κομμάτια των S.O.A.C.. Στη σύνθεση, βέβαια, της μπάντας, εκτός από κιθάρα, μπάσο, drums, είναι και κάποιος κύριος ονόματι Blake που έχει υπό την ευθύνη του τα soundscapes, όπως μας πληροφορεί το βιβλιαράκι που περιέχεται στο CD. Ο όρος αυτός μάλλον εννοεί ότι ο προαναφερθείς νεανίας είναι στα ηλεκτρονικά του δίσκου και στις ατμόσφαιρες, αλλά το οτιδήποτε ατμοσφαιρικό έχει ανεπαίσθητη έως μηδαμινή επίδραση στον δίσκο και γίνεται αντιληπτό κυρίως στις εισαγωγές και εξαγωγές των κομματιών και σε ελάχιστα ακόμα σημεία.

Στο άλλο σκέλος, το οποίο αφορά την παραγωγή του δίσκου και τη γενικότερη αισθητική, και πάλι οι S.O.A.C. δεν διεκδικούν το βραβείο ευρεσιτεχνίας. Η παραγωγή είναι πολύ μονοδιάστατη και πολύ καθαρή για το είδος της μουσικής που παίζουν, δείχνει ότι έχει δοθεί πολλή προσοχή για να είναι έτσι αψεγάδιαστη, γεγονός, όμως, που στερεί από τον δίσκο δυναμισμό και εκρηκτικότητα. Είμαι σύμφωνος στο ότι δεν είναι καλό να αντιγράφεις πατέντες προγενέστερων συγκροτημάτων (δεν θα ήταν και τόσο σωστό για παράδειγμα οι κιθάρες να ηχούν τόσο μπασαριστές και ογκώδεις όπως στους Kyuss), αλλά από την άλλη το είδος της μουσικής τους σηκώνει σίγουρα μια πιο βρώμικη, πιο ακατέργαστη, πιο δυναμική παραγωγή, ούτως ώστε να κάνει το αποτέλεσμα λιγότερο rock και περισσότερο stoner, post metal (κατά το post rock!) ή όπως αλλιώς θέλετε να ονομάσετε μια πιο εναλλακτική προσέγγιση στο θέμα.

Σαν σύνολο ο δίσκος μοιάζει τόσο ομοιόμορφος ή καλύτερα συμπαγής, αν το δούμε από τη θετική του πλευρά, που είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς δια γυμνού οφθαλμού (με λίγες ακροάσεις δηλαδή) κάποιο κομμάτι για highlight. Νομίζω όμως ότι το “Hypnotise Traumatise”, το “Espionage (The Saboteur)” – που μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί τη λιγότερο προβλέψιμη σύνθεση – καθώς και το “(Battle At) The Forts”, είναι τα κομμάτια που ξεχωρίζουν, όχι γιατί ξεφεύγουν από όλα τα παραπάνω, αλλά γιατί μάλλον οι ιδέες των S.O.A.C. είναι καλύτερες και η μουσική θεώρησή τους βρίσκει την καλύτερη εφαρμογή. Κατά τ’ άλλα, πρόκειται για έναν δίσκο που αν καταφέρει να σας βάλει στο κλίμα του, ή αν είστε τύπος που συγκινείται με μια συμβατική προσέγγιση του stoner rock παρελθόντος, τότε ένα υποτυπώδες έστω head - banging θα το ρίξετε. Οι υπόλοιποι μάλλον θα βαρεθούμε εύκολα από την απόλυτη μετριότητα, στην οποία μοιάζει βουτηγμένος ο δίσκος, και απλά θα τον προσπεράσουμε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured