Όταν ο Robert Plant βγήκε στο μπαλκόνι του τελευταίου ορόφου του ξενοδοχείου Plaza στη Νέα Υόρκη για να ουρλιάξει - με τα χέρια ανοιγμένα διάπλατα - «Είμαι ένας Χρυσός Θεός!», ήταν, μάλλον, ένα κύμα υπέρμετρης ματαιοδοξίας που μιλούσε μέσα του. Παρά κάποια συνειδητή υποψία ότι η νιαουριστή και απερίγραπτα σεξουαλική φωνή του, το ουρλιαχτό των δύο λαιμών της κιθάρας του Jimmy Page, το «σεμνό» μπάσο του John Paul Jones και τα καταιγιστικά drums του John Bonham, θα ήταν αυτά που θα έφερναν στο μυαλό τους χιλιάδες άνθρωποι, 30 χρόνια αργότερα, στο άκουσμα και μόνο του αθάνατου ριφ του “Whole Lotta Love”, στο intro της βρετανικής μουσικής εκπομπής Top Of The Pops. Συμπληρώνοντας, πιθανότατα, από μέσα τους πως οι «larger than life» Led Zeppelin ήταν πράγματι ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα στην ιστορία της rock ‘n’ roll μουσικής.

To διπλό Mothership, η ναυαρχίδα δηλαδή του στόλου των Zeppelin, έχει κερδίσει επάξια το όνομά του, όντας η πιο απολαυστική μη-box set συλλογή που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα για το group. Είναι βέβαια γεγονός ότι η πορεία μιας μπάντας που δεν έβγαλε ποτέ ούτε ένα κακό album στη 12ετή καριέρα της είναι αδύνατο να χωρέσει στον περιορισμένο όγκο δύο μόνο cd. Είναι, λοιπόν, λογικό και αναμενόμενο να υπάρχουν μερικές ελλείψεις και απουσίες, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μία περιεκτικότατη και πολύ καλή έκδοση. Από τα ευρέως γνωστά τραγούδια του Μολυβένιου Ζέπελιν αισθητή είναι, ας πούμε, η απουσία του “Rover”, ενώ, επιπρόσθετα, λείπουν και μικρά διαμαντάκια σαν το “Tangerine” το “Full In The Rain” ή το “Thank You”, τα οποία και σκιαγραφούν μια πιο ευαίσθητη και λιγότερο προβεβλημένη εικόνα της μπάντας.

Το θέμα είναι ότι, για κάποιον ο οποίος θέλει να παραδέχεται (έστω και μόνο στον ίδιο του τον εαυτό), ότι καταλαβαίνει κάτι παραπάνω από μουσική δεν υπάρχει και πολύ νόημα στο να επιχειρήσει να κάνει κριτική στους Led Ζeppelin. Κι αυτό όχι τόσο γιατί έχουν γραφτεί κατά καιρούς πάρα πολλά - σε αφιερώματα, όσο και σε κριτικές μεμονωμένων στιγμών της δισκογραφίας τους. Αλλά γιατί κάποια από τα τραγούδια που εμπεριέχονται στα δύο αυτά cd θα πρέπει, λογικά, να έθρεψαν τη μουσική του συνείδηση, ίσως ακόμα να του έμαθαν την ασύλληπτη ομορφιά πίσω από την τέχνη της μελωδίας. Και υπάρχουν, βέβαια, πολλά ακόμα «γιατί», που κάνουν τους Led Zeppelin να συνυφαίνονται με τη διαχρονικότητα. Ο σκληρός ήχος του βουτηγμένου στα blues hard rock των 1970s, που ακούγεται το ίδιο φρέσκος και μοντέρνος στα 2008, όπως όταν πρωτοδημιουργήθηκε. Ο τρόπος, επίσης, κατά τον οποίο λόγια απλά και άμεσα σαν αυτά στα “Babe I Am Gonna Leave You ” και “Since I’Ve Been Loving Υou” μπορούν να γεννήσουν στιχουργικά αριστουργήματα που δεν θα πάψουν ποτέ να συγκινούν. Ακόμα, ο ζωντανός παλμός της ενέργειας των “Good Times Bad Times” και “Dazed And Confused”, ή ο απίστευτος ερωτισμός που δεν θα περίμενε κανείς να βγάζει ένα σκληρό κομμάτι σκληρό σαν το “Whole Lotta Love”, καθώς και η δύναμη η οποία γεννιέται μέσα σου στον ήχο των γυρισμάτων του “Communication Breakdown”. Και βέβαια, το μεγαλείο της απόλυτης διασκευής του “When The Levee Breaks”. Πολλοί δύσπιστοι φέρνουν σαν επιχείρημα ότι οι Led Zeppelin το «βούτηξαν» κυριολεκτικά από τη Memphis Minnie, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια του μέσου ακροατή για τη blues μουσική. Aλλά είναι γεγονός ότι, αν κάποιος έχει ακούσει το αυθεντικό κομμάτι, καταλαβαίνει πως οι Zeppelin έφτιαξαν, χάρη κυρίως στο ανεπανάληπτο σφυροκόπημα του Bonham, κάτι κατάδικο τους βασιζόμενοι σε αυτό: ένα τραγούδι που τους ανήκει, όντας πέρα για πέρα Zeppelin–ικό. Τέλος, γιατί το τι θα πει να είσαι σπουδαίος καλλιτέχνης - με κεφαλαία όλα τα γράμματα - το απέδειξαν παράγοντας ηλεκτρικές θύελλες όπως το “Kasmir” και το “Achilles Last Stand”, παράλληλα με rock «χάδια», όπως τα “Over The Hills And Far Away” και “All My Love”, αλλά και με τα τεσσεράμισι φωτεινότατα λεπτά του “D’ yer Mak’er”.

Πέρα από τα τραγούδια, οι Led Zeppelin έδειξαν την κλάση τους αρνούμενοι να συνεχίσουν δίχως τον αδικοχαμένο drummer τους - επειδή αισθάνθηκαν πως δεν θα είναι πια το ίδιο. Και τόλμησαν να αποχωρήσουν με τρόπο ανησυχητικά ήσυχο, στο απόγειο της καριέρας τους. Από εκεί και πέρα δεν μένει τίποτα περισσότερο να ειπωθεί ή να σχολιαστεί στα πλαίσια μίας κριτικής. Τα έχουνε πει όλα τα 30 χρόνια τα οποία πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα, τα πολλά εκατομμύρια δολάρια που πρόσφατα τους πρόσφερε παραγωγός εταιρία για να πραγματοποιήσουν μία και μοναδική ακόμα παγκόσμια τουρνέ, καθώς και η απόφαση των τριών εναπομεινάντων μελών να διατηρήσουν - λέγοντας εμμέσως πλην σαφώς «όχι» στις πρόσφατες συνεντεύξεις τους στο Uncut - ανέπαφο τον θρύλο ενός συγκροτήματος, που, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν χαίρει από το μέσο μουσικόφιλο rock κοινό αυτής της χώρας την εκτίμηση που θα του έπρεπε. Μια ακρόαση στο Mothership αρκεί να δείξει ότι οι Έλληνες «κλασικοροκάδες» μιλούν πολύ για τους Deep Purple, τους Scorpions και τους Doors, και λίγο για τους Led Zeppelin...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured