Είναι φορές που ενώ έχεις ακούσει άπειρες φορές ένα δίσκο αναμένοντας την επιβράβευση του "βραδυφλεγούς που αναδεικνύεται μετά κόπων και βασάνων", αναρωτιέσαι προς τί τα τόσα υπερβολικά στολίδια και οι διθύραμβοι από τον Τύπο. Στην περίπτωση δε των Interpol, μιας πραγματικά μεγάλης μπάντας (της μοναδικής μεγάλης ίσως της δεκαετίας μας στο είδος της) που απολάμβανε το χαρακτηρισμό εκείνης με το πιο πολυαναμενόμενο album της χρονιάς που διανύουμε, ο δρόμος αυτός είναι μιας κατεύθυνσης και μάλλον ανεξάρτητος και των σχολίων που θα διαβάσεις.Θα πάρεις το album με τη λαιμαργία σου να μην επιτρέπει καλά καλά την απρόσκοπτη και full σε διάρκεια ακρόαση των κομματιών, θα αναζητήσεις τους νέους σου ύμνους, τα δηλητηριώδη γυρίσματα, τις λυτρωτικές κορυφώσεις. Και θα απογοητευτείς -αναμενόμενα- απορρίπτοντας αρχικά ως flat και β' διαλογής τα περισσότερα από τα νέα τους πονήματα. Οι Interpol δεν σε πιάνουν απροετοίμαστο, όπως στο ντεμπούτο τους, ούτε σε κολλούν στον τοίχο με την αμεσότητα του Antics και -ψέμματα- δεν χρειάζονται άπειρες ακροάσεις: αυτή τη φορά απαιτούν μία καλή (όπου καλή, σκεφτείτε την ώρα, τη διάθεση, τις συνθήκες, τον ήχο), ανάμεσα σε διάφορες συνηθισμένων συνθηκών. Και τότε καίγεται μέσα σου ο άκαμπτος, αλύγιστος καμβάς τους και η έκρηξη δεν έρχεται στιγμιαία μετά από ατέλειωτα ερωτικά παιχνίδια, αλλά πολυοργασμικά, επαναλαμβανόμενα μέχρι και τα μισά του. Πέντε κομμάτια που κρατάς ως μυστικό μαζί με όλους τους fans, επώδυνες ανθρώπινες ελεγείες, πιο σκληρές και σίγουρες, post punk αλλά με ποπ βάση και πλήκτρα ("No I In Threesome"), με κολασμένα Bowie-κά hooks (βλ. "Scale"), γηπεδικά και χιτάδικα αλά "Slow Hands" ("Heinrich Maneuver").

Μετά ο δίσκος κάνει τον κύκλο του και ξαναγυρίζει από την αρχή: το "Pace Is The Trick", μολονότι καταλήγει σε ένα φοβερά πιασάρικο ρεφρέν, ακούγεται σαν η συνέχεια του εναρκτήριου "Pioneer to the Falls", το "Who Do You Think" σαν το "Heinrich Maneuver" νο.2. Στο τέλος, όμως, ξυρίζουν το γαμπρό: το άλμπουμ όχι μόνο αποστασιοποιείται από όλο το κλίμα, αλλά και καταλαγιάζει στον ακουστικό παράδεισο του "Lighthouse", με μια παραγωγή που ενώνει στρώματα χαοτικών, από το υπερπέραν μελωδιών και ψιθύρων που σε φέρνουν αντιμέτωπο με το μετά. Με αυτή την μελαγχολική ηρεμία-λύτρωση που αφήνει το οριστικό αποτύπωμά της στο Μορικονικό ιντερλούδιο, από το οποίο λείπουν μόνο το gong και οι απόκοσμες χορωδίες των Flaming Lips.

Όπωσδήποτε, η συνεισφορά του Rich Costey στην παραγωγή (Muse, Bloc Party, Franz Ferdinand) φέρνει πλήκτρα, πιο 'ανοικτή' παραγωγή, πιο σύνθετα ατμοσφαιρικά ηχοτοπία. Και είναι καταλυτική, ίσως όχι τόσο ώστε να μην κάνει το άλμπουμ να μοιάζει αμήχανο ως προς την πορεία του, αλλά σίγουρα τόσο ώστε να κερδίζει τη μεταβατικότητά του, χωρίς να αλλάζει και πολλά πολλά. Τους βοηθάει να φτιάξουν ένα άλμπουμ που ενώ από μακριά φαίνεται επιπεδο και επαναλαμβανόμενο, όταν πλησιάζεις διακρίνεις τόσες λεπτομέρειες που δεν θα μπορούσες να τις έχεις φανταστεί. Περιττό να συμπληρώσουμε ότι είναι από εκείνα τα άλμπουμ που δεν ακούγονται ομαδικά.

Σίγουρα δεν είναι με τίποτα "Turn On the Bright Lights" στην ποιότητά του (τις έχει τις ανισότητές του και δυο-τρία κομμάτια στον αυτόματο πιλότο), αλλά δεν παύει να είναι ένα ακόμα σημαντικό δημιούργημα από μια μεγάλη μπάντα που ακόμα κι όταν δεν προσπαθεί πολύ είναι πάλι ψηλά...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured