Δεν αποτελεί είδηση η πρώτη θέση των Editors στα charts -από την εδώ εμφάνισή τους στο Rockwave επισημοποιήθηκε και επί αθηναϊκού εδάφους η υπεροχή αυτών των πιτσιρικάδων και η διάθεσή τους να παίξουν με όλους τους κανόνες του διττού τους ρόλου. Από τη μία του ακομπλεξάριστου θαυμασμού (μπορείς να το πεις και ξεδιάντροπου κοπιαρίσματος) των Interpol και από την άλλη της πιστής αποδοχής μιας stadium αποδοχής αλά Coldplay. Ο δεύτερός τους δίσκος, ξεκινώντας με ένα single που μοιάζει μαγειρεμένο για να καλύψει τις συγκεκριμένες ανάγκες ("Smokers Outside the Hospital Doors") δεν αφήνει καμία αμφιβολία γι' αυτό.

Παρόλα αυτά, δεν σε προκαλεί να το πετάξεις μακριά με τη μυρωδιά του προκάτ που έχουν ανάλογες προσπάθειες. Οι κιθάρες μπολιάζονται με τόνους επιβλητικού reverb αλά U2, το μπάσο -όσο ψηλά χρειάζεται για να γουστάρεις- σε χτυπάει απευθείας στο στομάχι και το post-punk τους είναι ίσως το πιο πιασάρικο όλου του κόσμου. Πως να το κάνουμε, οι άνθρωποι μουσικά τουλάχιστον το έχουν. Πόσα άλμπουμ μπορείς πλέον να ακούσεις δεκάδες φορές, έστω και κάνοντας skip 2-3 κομμάτια; Λίγα...

Από την άλλη, ο Tom Smith καλείται να υπερασπιστεί για νιοστή φορά στην ιστορία της μουσικής ένα κόσμο στον οποίον οι λέξεις φτύνονται από μεθυσμένα στόματα, χαοτικές εικόνες διαδέχονται τις στιγμιαίες απορίες των drugs ("If a plane were to fall from the sky, How big a hole would it leave, In the surface of the earth"), όσο η αναπνοή γίνεται πολύτιμη και η λέξη 'broken' είναι στην ημερησία διάταξη μεταφορικά ή κυριολεκτικά. Δεν έχει φυσικά την ποιητική στόφα που θα παρατάξει τρεις λέξεις στη σειρά και θα σε στείλει αδιάβαστο ή που θα παράξει τις γνωστές κατακλυσμικές εικόνες για να το υποστηρίξει, φαίνεται ότι η ζωή του πραγματικά δεν είναι πηγή για ερεθίσματα που θα άφηναν γερά το αποτύπωμά τους στη μουσική του, πουθενά δεν συγκρούεται κατακούτελα με τα σκοτεινότερα ανθρώπινα συναισθήματα.

Παρόλα τα κλισέ που χρησιμοποιεί για να στηρίξει τη μουσική του, όμως, το κοινό δείχνει και να τα απαιτεί, αν όχι να αρκείται σε όσα του προσφέρει. Αρκεί μια μπαλάντα με κοινότυπους στίχους ("Every little piece in your life, Will add up to one, Every little piece in your life, Will it mean something to someone?" στο The Weight of the World), στα δικά τους μέτρα και σταθμά, για να σε κάνει να ξεχάσεις 30 μέτριους στίχους. Τί να κάνουμε, στους δύο αντίθετους πόλους (από τη μία στην κλεισμένη σε χρωματιστές μπουρμπουλήθρες και ευφορικές κοιλάδες χαράς ποπ, από την άλλη στην ιδιοσυγκρασιακή, μίζερη post-punk των Joy Division που μας "ταλαιπωρεί" συνειδητά και μαζοχιστικά δυόμιση δεκαετίες τώρα), δεν χρειάζονται και πολλά, μετράει περισσότερο η προδιάθεση του ακροατή. Στο κατάλληλο mood του ακροατή και με το δικό σου αστέρι, σαρώνεις κάθε ενδιάμεσο συναίσθημα και κάθε νερόβραστο μέτρο, χωρίς κόπο. Ίσως γι' αυτό και μας ξενίζουν τα περιστασιακά ημίμετρα των Editors στο "An End Has A Start": οι νοσταλγικές απόπειρες στα χαμηλόφωνα κομμάτια μοιάζουν παράταιρες, δεν προσφέρουν τίποτα παρά μόνο την ευκαιρία να ξενερώσεις αντί να ηρεμήσεις. Αν έλειπαν κι αυτά, λοιπόν, θα μιλούσαμε για αριστούργημα...

Υ.Γ. Το ίδιο ισχύει και για την φαεινή ιδέα της ενσωμάτωσης μιας τεχνολογίας που σου απαγορεύει ουσιαστικά να παίξεις το cd από το Media Player του υπολογιστή σου, υποχρεώνοντάς σε να χρησιμοποιήσεις ένα πρόγραμμα επιεικώς απαράδεκτο και δυσλειτουργικό. Σαν να φωνάζουν κάποιοι στον κόσμο "μην προτιμάτε την έκδοση του cd". Με τέτοια μυαλά πώς να μην πάει κατά διαόλου η μουσική βιομηχανία.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured