Χαμηλές ταχύτητες και ιστορίες των αμερικάνικων προαστίων χωρίς όμως να μπαίνουμε στο πετσί κάποιου ήχου ή ποιητικότητας.

Οι περιπτώσεις τροβαδούρων και τραγουδοποιών που μας έχουν κατακλύσει μετά το ξέσπασμα της Americana και της neo folk απλώς ήρθαν να προστεθούν σε μία παράδοση που έτσι κι αλλιώς στην αμερικάνικη ραχοκοκαλιά υπήρχαν πάντα (ακόμα και οι σκανδιναβοί που πράττουν ανάλογα το κάνουν λες και ψωνίζουν κάθε βαρετό Σάββατο της ζωής τους από ένα βαρετό πολυκατάστημα στο Φρίσκο –δεν έχω πάει στο όποιο Φρίσκο αλλά και οι περισσότεροι από αυτούς τους βόρειους το ξέρουν, όπως και εγώ, από ταινίες γι’ αυτό και είναι τουλάχιστον αστείο που μεταφέρουν μία ανάλογη ατμόσφαιρα. Θυμίζει την περίπτωση desert rock στην Ελλάδα του ελαιόδεντρου και του θαλασσινού ιωδίου, άλλη μία ιλαροτραγωδία πιθηκισμού).

Ο Anders στο δεύτερο προσωπικό του δίσκο τουλάχιστον έχει την αυθεντικότητα με το μέρος του. Ζει σε ανάλογα μέρη με αυτά που αναδύονται από τις συνθέσεις του, αλλά οι ήχοι του έχουν καλυφθεί από την αμερικάνικη suberbia τραγουδοποιία της δεκαετίας του ’70 –ακόμα και οι Eagles πήραν στο “Desperado” πιο ορθά τα μέτρα τους. Ακουστικές κιθάρες, μαντολίνα και pedal steel κιθάρες σε πολύ συντηρητικούς δρόμους.

Αυτό που απομένει είναι οι στίχοι αλλά και εκεί η κοινοτυπία δεν αφήνει καμία ηλιαχτίδα να περάσει τις κουρτίνες.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured