Το ντεμπούτο τους έφερε σε αγαστή σύμπνοια τα περισσότερα μουσικά έντυπα και sites του κόσμου. Έπαιζε στα γραφεία και στα σπίτια μας επί μέρες, όπως εκείνα τα album που τόσο λατρεύεις στιγμιαία που θέλεις αμέσως να διαδόσεις. "Έγχορδα, πνευστά, τύμπανα, κιθάρες στήνουν ένα πανοραμικό θέαμα – το οποίο όμως δεν αποσβολώνει, αλλά συγκλονίζει και αναγεννά. Είναι μουσική με όγκο, βάθος και δύναμη. Ευφορίας ακρόαμα, πνιγμένο στον λυρισμό", έγραφε ο Νίκος Μποζινάκης τότε, συμπληρώνοντας -εύστοχα- για το EP τους: "ας πούμε πως οι Arcade Fire ακούγονται σα μεσαιωνική μπάντα που παίζει συμφωνική ποπ με gospel χαρακτήρα"...

Τίποτα από αυτά δεν αλλάζει στο δεύτερο άλμπουμ τους για κάποιον που δεν έχει ασχοληθεί επισταμένως. Για όλους όσοι όμως έχουν ήδη υποστεί το σοκ της ακρόασης και του κολλήματος, υπάρχει αρκετό ψωμί στο δίσκο. Καταρχάς, η μπάντα αποφάσισε ότι η παραγωγή θα γινόταν -από την ίδια- με ηχογραφήσεις σε μια παλιά εκκλησία του Quebec την οποία αγόρασε (με το εκκλησιαστικό όργανό της φυσικά και με συνοδεία κιθάρων, βιολιών και χορωδιών) και με συμπληρωματικά sessions με πλήρη ορχήστρα στη Βουδαπέστη. Κατα δεύτερο λόγο, βοήθεια αντλήθηκε από τους Markus Dravs (Bjork, Brian Eno) και Scott Colburn (Animal Collective, Sun City Girls). Δε χωρά αμφιβολία, όμως, ότι το άλμπουμ τους ανήκει σχεδόν ολοκληρωτικά. Και όχι μόνο αυτό. Αποτελεί την κίνηση που θα περίμενε ενας υγιής fan τους...

Το album κυκλοφορεί στα ελληνικά δισκοπωλεία το δεύτερο δεκαήμερο του Μαρτίου κι ελπίζουμε αυτή τη φορά να δουλευτεί καλύτερα από την δική μας δισκογραφική και να μην αφεθεί στο έλεος της δυναμικής μερικών δισκοκριτικών... Αν μη τι άλλο είναι γνωστή η αδυναμία μας -ως κοινού- σε τέτοια ακούσματα και είναι παράδοξο να ακούς τους διοργανωτές να αμφισβητούν ακόμα και την προσέλευση μερικών εκατοντάδων σε συναυλία τους εδώ προκειμένου να μπουν στη διαδικασία να τους κυνηγήσουν σοβαρά...



Και πάμε στις λεπτομέρειες...

Το opening γίνεται με το uptempo "Black Mirror", ένα dark, έμμονο track με Bowie-ίζουσα χροιά, το οποίο ακολουθεί ένα ακόμα πιο γρήγορο κομμάτι ("Keep the Car Running") που σε κάνει να αναφωνείς, πρώτον, "αμερικάνικο όσο ποτέ" και... δεύτερον: "Bruce Springsteen". Από το σημείο αυτό το όνομα του τελευταίου ως βασική επιρροή δεν ξεκαρφώνεται από τον πίνακα του μυαλού σου, όσες ενέσεις αντικειμενικότητας κι αν κάνεις. Μπορεί το ομώνυμο του άλμπουμ να βοηθά ως αχρείαστο flat διάλειμμα, αλλά το "Intervention", με το στοιχειωτικό, επιβλητικό εκκλησιαστικό όργανο και την επική μελωδία που κραυγάζει με τη μία "classic", αποτελεί ένα από τα hits που θα σκότωνε για να είχε στο ρεπερτόριό του το "αφεντικό" και ίσως ένα από τα καλύτερα κομμάτια των τελευταίων ετών.

Το "Black Waves/Bad Vibrations" σπάει στα δύο, με το πρώτο μέρος να πατάει στις post-punk/electro-pop απόπειρες των γυναικείων groups των 00s (με τη Regine να τραγουδάει εναλλακτικά στα αγγλικά και στα γαλλικά) και το δεύτερο να αλλάζει εντελώς tempo, προσπαθώντας να αγγίξει την κορύφωση με τα μελοδραματικά φωνητικά του Win και τις αστρικές, αγγελικές αρμονίες. Το "Ocean of Noise" πατάει για λίγο στη γη -όταν η νύχτα έχει πέσει- και εξελίσσεται σε ένα dark, πιανιστικό θέμα με την κιθάρα να τσιρίζει, βγαίνοντας δειλά δειλά από το background που την έκλεισε η παραγωγή και τον Butler να ξεστομίζει με το δικό του τρόπο στίχους τέλους σαν κι αυτούς: "You've got your reasons / And me, I've got mine / But all the reasons I gave / Were just lies / To buy yourself some time / An ocean of noise / I first heard your voice / Now who here among us / Still believes in choice? / Not I / No way of knowing / What any men will do / An ocean of violence / Between me and you".



Οταν φτάνουν στο γρήγορο, αλλά ακουστικό "Antichrist Television Blues", πλέον δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την επιρροή του Bruce στο παρόν άλμπουμ, ενώ η τελική τριάδα είναι απόλυτα επική στις κορυφώσεις της, συνοψίζοντας παράλληλα τις διαθέσεις και τα tempo του υπόλοιπου album -σα να ένωσαν όλα τα trick τους σχολαστικά, ειδικά αυτά που συμβαίνουν στο επανεκτελεσθέν "No Cars Go" (που πλέον μεταμορφώνεται σε κάτι-μεταξύ-post-punk-αλά-Stills και anthem της νέας πορείας των Killers) μας κάνουν να πιστεύουμε ότι η μπάντα αυτή δεν έχει μόνο ταλέντο, αλλά έχει δουλέψει όσο λίγες παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια. Ξέχασε τα πάντα για ένα χρόνο, εργαζόμενη με της δικές της συνθήκες και τους δικούς της όρους πάνω στο "δύσκολο" δεύτερο άλμπουμ -δύσκολο όχι από αμηχανία, αλλά από τελειομανία που προέρχεται από τη δική της πίστη στις δυνατότητές της. Όταν άρχισε να διαρρέει το album στο internet, κάπου στα μέσα του Γενάρη, ο manager της μπάντας μπήκε φουριόζος κι αυτοπροσώπως σε ένα blog που είχε το download link, επισημαίνοντας ότι δεν είναι στο χαρακτήρα τους να κυνηγάνε τις κόπιες στο internet, μα "η μπάντα δούλεψε σκληρά γι' αυτό το άλμπουμ", συμπληρώνοντας: "Τα παιδιά είναι περήφανα γι' αυτό. Το πλήρωσαν οι ίδιοι. Δεν υπηρξε από πίσω κάποιο label ή χρηματοδότηση από κάποια μεγάλη εταιρεία. Μόνο τα χρήματα που έβγαλαν δουλεύοντας πολύ σκληρά. Ο μόνος τρόπος για να πάρουν πίσω τα χρήματα της επένδυσής τους είναι να πουλήσουν κάποια cds".



Μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, μόνο που στην περίπτωση των Arcade Fire δεν υπάρχει κάτι που μπορούν να φοβηθούν από το downloading. Δεν απευθύνονται στους περιστασιακούς καταναλωτές μουσικής από το καλάθι, αλλά σε όσους πραγματικά θέλουν να νιώσουν την καρδιά τους να χτυπάει από χαρά που εντάσσουν στη δισκοθήκη τους αυτό το απόκτημα.΄Ένα απόκτημα που έχεις για να ακούς ξανά και ξανά αναγνωρίζοντας το μεγαλείο της Μουσικής και την ικανότητά της να παράγει κάθε τόσο έργα που την πρώτη φορά που τα ακούς νιώθεις ότι θα μνημονευτούν στο διηνεκές. Τόσο δυνατό είναι το φινάλε με τους σπαρακτικούς στίχους ("My body is a cage / That keeps me from dancing with the one I love / But my mind holds the key / I'm standing on the stage / Of fear and self-doubt / It's a hollow play / But they'll clap anyway / Standing next to me / My mind holds the key" και ειδικά με το "Just because you've forgotten / that don't mean you're forgiven") και το δραματικό κρεσέντο, που δεν σου κάνει καρδιά να ξαναβγεις από αυτή τη γυάλα και να αντιμετωπίσεις ξανά το uptempo ξεκίνημα του album.

Κάθε κομμάτι, όμως, εκτός ίσως του ομότιτλου, έχει αυθύπαρκτη, μεθυστική (και πλέον περισσότερο κλειστοφοβική) μαγεία: τα συναισθηματικά τους ανακλαστικά παραμένουν ακμαία, η ψυχή δεν κρύβεται πίσω από επιστιλβωμένους ήχους αλλά παραμένει μπροστά να ακολουθεί διόλου επιδερμικούς ύμνους στο μοναχικό της σταυρό, ψυχή γυμνή και δική σου. Με φωνή που πλέον μοιάζει πιο ώριμη και λιγότερο μπερδεμένη, πιο άγρια και πιο συγκρατημένη εκεί που πρέπει (ώστε να έχουν νόημα οι κορυφώσεις), με μελωδίες από το επτασφράγιστο σεντούκι των εσωστρεφών πονημάτων του "Tunnel of Love" του Bruce Springsteen, μετερχόμενοι όλων των μέσων που διέθεταν στο "Funeral" και με την προσθήκη μιας ακόμα καλύτερης παραγωγής που φέρνει σιγά σιγά στο φως τις λιγότερο accessible μελωδίες, οι Arcade Fire δημιούργησαν το άξιο διάδοχο του αριστουργηματικού πλέον ντεμπούτο τους, ανασυντάσσοντας για τα καλά τις δυνάμεις τους με σκοπό να παράξουν κάτι που θα τους πάει παρακάτω... Είναι βέβαιο ότι αρχικά θα ξενίσει όσους θα περίμεναν τις ίδιες, πιασάρικες μελωδίες, αλλά δεν θα αργήσει (με το δεύτερο, τρίτο άκουσμα) με τα συναισθηματικά ερείσματα στην ψυχή του ακροατή, ακόμα και με την κλειστοφοβία που αποπνέει, να τους πάρει όλους μαζί στα επικοδραματικά γρανάζια του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured