Ναι, αυτός που τραγουδάει αισθαντικά το soul classic ‘At the dark end of the street’ είναι ο ίδιος που ούρλιαζε πέρσι στη Μαλακάσα στο Debaser με τους υπόλοιπους Pixies. Δύσκολο να το πιστέψεις αν και πλέον ο Frank Black ουδεμία σχέση έχει με τον Black Francis των Pixies. Πάνω μια δεκαετία μετά τη διάλυση των Pixies και μια δεκάδα από δίσκους, ο ευτραφής Black ακόμα ψάχνεται και δοκιμάζει διάφορα πράγματα αλλά το σφρίγος και τον παλμό του Teenager of the Year δύσκολα θα τα καταφέρει ξανά.

Δεν το επιχειρεί άλλωστε σε καμιά περίπτωση γιατί στο Honeycomb μοιάζει περισσότερο να αναζητά τις ρίζες του και να απονέμει φόρο τιμής σε όσα των επηρέασαν στη μετέπειτα καριέρα του. Ή μπορεί απλά να επιχείρησε να χαλαρώσεί στο Nashville δίπλα σε σπουδαίους μουσικούς, κρατώντας αντίβαρο στο πολυσυζητημένο reunion των Pixies και την παγκόσμια περιοδεία τους.

Αυτό που συμβαίνει λοιπόν στο Honeycomb είναι κατά πρώτο λόγο η συνεύρεση του Black με μια πλειάδα σπουδαίων μουσικών. Μαζί του βρίσκονται: ο οργανίστας Spooner Oldham τον οποίο όλη η υφήλιος έχει ακούσει στο ‘When a man loves a woman’ του Percy Slage, ο κιθαρίστας Reggie Young (sessions σε Johnny Cash, Dusty Springfield, Neil Diamond, Solomon Burke κλπ) ο Anton Fig που έχει εργαστεί σαν session drummer με τη μισή αμερικάνικη rock κοινότητα και βέβαια ο θρυλικός soul κιθαρίστας Steve Cropper με συνεργασίες από Otis Redding, Wilson Picket μέχρι Blues Brothers.

Τα δεκατέσσερα τραγούδια ακολουθούν πιστά την αμερικάνικη lo-fi τραγουδοποίια με ψήγματα από soul, country και blues τα οποία οφείλονται κατά κύριο λόγο στους εξαίρετους μουσικούς που συμμετέχουν. Στο μόνο κομμάτι που ο Black θυμίζει τη νεανική του τρέλα είναι σε μια διασκευή. Το Sunday Sunny Mill Valley Groove Day του Doug Sahm, η οποία είναι και μια από τις πιο ζωντανές στιγμές του δίσκου. Από εκεί και πέρα ακολουθεί μια ξέγνοιαστη διαδρομή σα να έχει μαζευτεί με τους φίλους του γύρω από ένα μπουκάλι Jack Daniels και να αναπολεί το παρελθόν (μπορεί να έγινε και έτσι).

Χαλαρό και ανακουφιστικό το Honeycomb κυλάει αβίαστα μέχρι το τέλος σα γνήσιο αποτέλεσμα μουσικών που δε χρειάζεται πια να αποδείξουν τίποτα. Κάπου διάβασα ότι ηχογραφήθηκε μέσα σε τέσσερις μόλις μέρες σε ένα studio στο Nashville. Θα μπορούσε αν είχε δουλευτεί περισσότερο χρόνο με μεγαλύτερη αφοσίωση, με καλύτερες συνθέσεις και τους μουσικούς σε φάση να βγάλουν τα εσώψυχά τους να κατέληγε σε αριστούργημα . Ακόμα και έτσι όμως είναι ένας αρκετά καλός δίσκος… μια απενοχοποιημένη βουτιά στην αμερικάνικη μουσική με διαθέσεις εσωστρέφειας και αναπόλησης.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured