Δύσκολα αποφεύγει κανείς την ασύστολη και παρανοϊκή αναφορολογία, ακούγοντας το εκπληκτικό ντεμπούτο album των Killers. Κι αυτό, όμως, όταν ξεπερνά τα όρια, αποτελεί σημάδι δημιουργίας ενός ημιαυτόνομου, ιδιαίτερου μουσικού σύμπαντος, όσο είναι αυτό δυνατόν στην εποχή μας και στις συγκεκριμένες φόρμες. Ουσιαστικά το ζήτημα με απασχολεί μόλις τώρα: Δεν έκανε τον κόπο να μπει στο μυαλό μου όταν επί μία ολόκληρη εβδομάδα είχε κατασκηκώσει στο cd player των διακοπών μου, χαρίζοντας με την επικοφανή, αφρώδη, κιτσάτη ελαφρότητα του και το indie rock κάλυμά του, στιγμές ατέλειωτης ευφορίας.

Ήγγικεν λοιπόν και η στιγμή να πείσω κι εσάς. Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι Killers; Καταρχήν ένας frontman ονόματι Brandon Flowers, με την εκτελεστική ικμάδα και τον αέρα των Julian Casablancas και Alex Kapranos, ο οποίος όμως από πίσω παίζει λαμπυρίζοντα πλήκτρα και 80s electro μπλιμπλίκια. "Mεγάλα" drums, των οποίων ο παίχτης μοιάζει ακραιφνής ζηλωτής των disco και new wave εποχών και κιθάρες/μπάσο να φέρνουν στο μυαλό από Psychedelic Furs και Duran Duran, ως Blondie, Smiths και Echo & the Bunnymen.

Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του 'Hut Fuss' είναι γεμάτο singles, και πρώην και επόμενα. Το "Jenny Was A Friend of Mine", ξεκινά ως ο απόγονος του "Alsatian Cousin" του Morrissey, δανείζεται από τους πρώιμους Cure και καταλήγει σε ένα καταιγισμό από synth riffs που ξεσηκώνει. Το "Smile like You Mean It" μοιάζει εξ αρχής βγαλμένο από το βιβλιαράκι του Johnny Marr, αλλά τα πλήκτρα (που δίνουν ξεχωριστό χαρακτήρα σε κάθε σύνθεση) και οι παρεμβαλλόμενες πρώιμες 80s κιθάρες το καθιστούν μοναδικό και αρκετά ...arena-ίζον. Για το "Somebody Told Me" οι Franz Ferdinand θα χάριζαν πίσω ένα από τα hits τους, οπότε καταλαβαίνετε περί τίνος πρόκειται: Disco & new wave, με ολίγον από Damon Albarn της εποχής "Parklife" και σούπερ στίχους ("Somebody told me / You had a boyfriend / That looked like a girlfriend / That I had in February of last year" -έτσι!). Πάνω που είσαι έτοιμος να φωνάξεις D.I.S.C.O, έρχεται το πιο χαλαρό "All These Things That I've Done" που μας παραδίδει άλλον ένα τέλειο συνδυασμό κουπλε-ρεφρέν, κι εκεί που πας απλώς να το αγαπήσεις ως ένα παρακλάδι των Strokes, συνεχίζει με gospel χορωδία και επικό κλείσιμο.

Το "Andy, You're A Star" παίζει με το συνδυασμό απόγνωσης, decadence και λυτρωτικής χορωδίας, το "On Top" πλέει πάνω σε ξεσηκωτικά πλήκτρα, new wave αναμνήσεις και U2 κιθάρες, αλλά και πάλι, τα ευρεία πεδία του μαζικού τα επιτυγχάνει χάρις στην ίδια την σύνθεση. Το "Change Your Mind" είναι και το τελευταίο υποψήφιο single του δίσκου, με τα στοιχεία εκείνα των Blondie που οι Strokes έφεραν στα 00s. Στο “Believe Me Natalie” η δύναμη βρίσκεται περισσότερο στους στίχους ("Remember the art of roses lined up on your couch / Forget what they said in SoHo"), ενώ τα "Midnight Show" και "Everything Will Be Alright", με τη δραματική και μελαγχολικά κατευναστική τους χροιά αντίστοιχα, απλώς βρίσκονται ένα σκαλοπατάκι πιο πάτω.

Οι Killers είναι αριστοτεχνίτες των riffs και της μελωδίας που ξεσηκώνουν ακόμα και στάδια, αναπολούν την ποπ των 80s και το new wave, αλλά γνωρίζουν ότι βρίσκονται στο 00s. Είναι σίγουρο ότι η Island, που τους υπέγραψε και κυκλοφορεί πλέον το ντεμπούτο τους παγκόσμια (μετά την περιοδεία τους με τους επίσης "κοντινούς" τους, Stellastarr*), έχει πιάσει λαβράκι. Για την ακρίβεια έπαιξε στο καζίνο του Λας Βέγκας, όπου είναι και η βάση τους (όχι το καζίνο, φυσικά) και τίναξε τη μπάνκα -ελπίζουμε να μην (ανα)τινάξει και τη μπάντα μετά από αυτό.

Το άλμπουμ πάντως ήρθε για να ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα νερά του βρετανόφιλου αμερικάνικου rock με ένα δικό του τρόπο. Χωρίς να καταφεύγει σε εκτροχιαστικές συχνότητες, το άλμπουμ είναι δυνατό και αρκούντως χορευτικό (ετοιμαστείτε λοιπόν για τον "σύντροφο" των Franz Ferdinand), είναι γάργαρο κι ευφάνταστο χωρίς να καταφεύγει στον εστετισμό του πειραματικού και τέλος είναι ακομπλεξάριστο, από την άποψη ότι ...θα μπορούσε να είχε άφθονο indie credibility χωρίς να το κυνηγάει τώρα με τις παρεμβολές των αλά Duran Duran πλήκτρων του. Κι όμως, όσο κιτς κι αν φαίνεται ένας συνδυασμός της νεϋορκέζικης σκηνής με τα εφετζίδικα απομεινάρια των 80s, οι 7-8 στιγμές μοναδικής συνθετικής οξυδέρκειας και το τελικό σύνολο που τις αναδεικνύει ακόμα πιο πολύ, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για αμφισβητήσεις.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured