Δεν είμαι αρκετά μεγάλος για να έχω προλάβει να δω ζωντανά τους Led Zeppelin, τουλάχιστον όμως έχω δει από κοντά τον Robert Plant, μια φορά στο Soho να βγαίνει από τα γραφεία της Warner κι άλλη μια φυσικά στην Αθήνα πριν από μια διετία περίπου, όταν είχε έρθει να παρουσιάσει στο Ρόδον τα τραγούδια του νέου τότε δίσκου του “Dreamland”. Και τις δύο αυτές φορές, θα πρέπει να πούμε ότι είναι τόσο εντυπωσιακός δια ζώσης, όσο και εκτυφλωτικός σαν παρουσία επάνω στη σκηνή, δεν μπορεί να είναι εξάλλου τυχαία όλη η πορεία που έχει διαγράψει στο ροκ και όχι μόνο στερέωμα.

Αυτή η διπλή συλλογή παρουσιάζει ό,τι έχει κάνει σαν σόλο καλλιτέχνης, την περίοδο δηλαδή της καριέρας του πριν και μετά από τους Zeppelin. Ο ίδιος είναι γλαφυρός στην περιγραφή της πορείας του αυτής, μέσα από το φυλλάδιο που συνοδεύει τη φροντισμένη συσκευασία των δύο cd. Αυτά βέβαια που παραλείπει να πει είναι, πρώτα το πολύ σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα που είχε στη Ρόδο το 1975 και ακόμα ο ξαφνικός θάνατος του γιου του Karac δύο χρόνια αργότερα. Τα δύο αυτά γεγονότα, μαζί με την παρακμή που επέρχεται μετά από μια συνεχή ανοδική πορεία καθώς και το θάνατο του John Bonham, είναι που επέφεραν ουσιαστικά και το τέλος των Led Zeppelin.Μιλώντας για τους οποίους, εδώ δεν θα βρείτε τίποτα από τη δική τους δισκογραφική παρουσία, και πως θα μπορούσατε εξάλλου, αφού μπόλικες συλλογές έχουν κυκλοφορήσει και κάτω από το δικό τους όνομα, με πιο πρόσφατη τη φετινή “How The West Was Won” και το αντίστοιχο dvd να τη συνοδεύει. Ούτε όμως κι από τη μετέπειτα συνεργασία του με τον Jimmy Page και τα άλμπουμ “No Quarter” και “Walking Into Clarksdale” θα ακούσετε κάτι εδώ. Υπάρχει βέβαια η κλασική διασκευή του στο “Sea Of Love” (επιτυχία για τον Phil Phillips από το 1959), που ερμήνευσε στο εφήμερο project των Honeydrippers, στο οποίο συμμετείχε και ο Page (μαζί τους ήταν και ο Jeff Beck), όπως και μια συνεργασία ανάμεσα στους δύο για χάρη ενός δίσκου – αφιερώματος στον αδικοχαμένο Rainer Ptacek.

Από εκεί και πέρα στο πρώτο cd θα βρείτε κομμάτια παρμένα από τα επτά σόλο άλμπουμ του, δίσκους που θεωρούνται ότι καλύτερο βγήκε από μέλος των Zeppelin σε προσωπικό επίπεδο, και μάλιστα μακράν απ’ τις προσπάθειες του Jimmy Page που φαίνεται να είχε χάσει τον δημιουργικό του οίστρο όταν βρέθηκε μόνος του. Ανάμεσα στα κλασικά του τραγούδια σαν το “Big Log” (το οποίο, για να εκμυστηρευτώ και κάτι προσωπικό, αποτελεί ότι μισώ σαν άποψη απ’ την πλευρά του παραγωγού κάθε φορά που το ακούω απ’ το ραδιόφωνο. Θα’ πρεπε να απαγορεύεται δια νόμου να ακούγεται αυτό το τραγούδι απ’ τα ερτζιανά!), το “29 Palms”, το “Little By Little”, οι πολύ καλές διασκευές που χαρακτήρισαν το προηγούμενο άλμπουμ του “Dreamland”, σαν κι αυτές στο “Darkness, Darkness” των Youngbloods ή το “Song To The Siren” του Tim Buckley, και τέλος ορισμένα σπάνια (“Dirt In A Hole”) και ακυκλοφόρητα κομμάτια (“Upside Down”).

Το δεύτερο cd ίσως να είναι περισσότερο ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο επειδή εδώ μπορεί κανείς να βρει και πράγματα που δεν είναι εύκολο να βρει κανείς αλλού. Ενίοτε δε και ακατόρθωτο! Στιγμές με άλλα λόγια από το ξεκίνημά του, ήτοι κομμάτια από τα πρώτα συγκροτήματα στα οποία συμμετείχε, τους Listen και τους Band Of Joy, το παρθενικό σόλο επτάιντσό του από το 1967, επιπλέον ακυκλοφόρητα κομμάτια και διάφορες συμμετοχές του σε συλλογές και σάουντρακ. Ανάμεσα σε όλα αυτά υπάρχουν ακόμη περισσότερες αξιόλογες διασκευές, όπως στο γνωστό από τον Elvis Presley “Let’s Have A Party” από τη συλλογή του NME “The Last Temptation Of Christ”, στο “Louie Louie” από την ταινία “Wayne’s World 2” (!), στο “Little Hands” του Skip Spence για ένα άλμπουμ - φόρο τιμής στη θρυλική αυτή ροκ φιγούρα (μαθαίνουμε μάλιστα ότι αρχικά επρόκειτο να το τραγουδήσει επάνω σε ηχητικό φόντο φτιαγμένο από τους Flaming Lips, αλλά τελικά αποφάσισε να το παίξει με δικούς του μουσικούς), και διάφορα ακόμη. Να σημειώσουμε τέλος ότι περιέχεται ακόμη το κομμάτι που ηχογράφησε κάτω απ’ την ομπρέλα μουσικών που απαρτίζουν τους εξαιρετικούς Afro Celt Soundsystem, με τίτλο “Life Begin Again”, συν το “Win My Train Fare Home” ηχογραφημένο σ’ ένα φεστιβάλ στο Τιμπουκτού, εξ ου και ο τίτλος της συλλογής.

Για τη φωνή του δεν έχουμε να πούμε τίποτα, από τις πιο δυνατές και πιο εκφραστικές που έχουν περάσει από το ροκ στερέωμα, αν και εδώ η έμφαση δίνεται σχεδόν πάντα στο πρώτο χαρακτηριστικό της. Πειραματίστηκε με ένα σωρό διαφορετικά μουσικά στυλ, προσπάθησε να προσαρμοστεί σε οτιδήποτε εμφανίστηκε σαν θελκτική μουσική πρόταση (πέρα δηλαδή από το σκληρό, στομφώδες, επικό ροκ της κανονικής του μπάντας), κι ως εκ τούτου, η πλειοψηφία του υλικού που υπάρχει εδώ αξίζει να ακουστεί, ακόμη κι από όσους απωθούνται απ’ την ιδέα να δοκιμάσουν τη μουσική ενός τυπικού, κατά τας γραφάς, ροκ δεινοσαύρου.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured