Τριάντα και τρία λεπτά (κι αφήνω τους αριθμολάγνους συμβολισμούς κατά μέρος). Τόσα, μέσες άκρες, μετρά το δηλητήριο του Monkshood (το δεύτερο των Joalz) μέχρι να διατρέξει για τα καλά τις κύριες αρτηρίες της διεσταλμένης electronica των ημερών μας. Όχι εκείνης που απ’ το μυαλό καταλήγει στα άκρα μέσω του beat. Της άλλης, αυτής που ψάχνεται να πυροδοτήσει χημικές ενώσεις συναισθημάτων, μιας και πιάσαμε τα επιστημονικά. Κι επειδή η επανάληψη (στην electronica) μπορεί να είναι η μάνα της μάθησης, αλλά ώρες-ώρες την κόβω και για τη γιαγιά της βαρεμάρας, το συγκριτικά μικρό χρονικό παράθυρο του άλμπουμ διαθέτει τη σοφία του. Λοιπόν, να μην ακούσω τίποτα χαζά περί φτωχής σχέσης ποσότητας και τιμής, μουσική είναι όχι παγωτό χωνάκι. Ειδικά όταν εδώ μέσα πρόκειται να συγκρουστείς βελούδινα με νεο-κλασικά περάσματα, θορυβοποιητικά σωματίδια, kraut παύλα post-rock κιθάρες, σπασμένα τραγούδια και ημιφωτισμένη ambience. Οπότε ας αποφύγω κι εγώ τις συνηθισμένες αναφορές στη σχετικότητα του χρόνου και στην καμπύλωση του φωτός. Έτσι, αλλιώς ή αλλιώτικα, έχω την εντύπωση πως στο Monkshood των Joalz το τραγούδι τείνει να αναχθεί στο ζητούμενο ενός τρόπου γραφής, εδώ και καιρό αποκομμένου από τέτοιου είδους φορμαλισμούς. Παρακαλώ να σημειωθεί εντόνως πως το παραπάνω δεν αποτελεί κρίση στη βάση του καλού και του κακού. Το τραγούδι, λοιπόν, όχι ντε και καλά ως προορισμός (ενίοτε και ως τέτοιος), μα κυρίως ως μέσο κι αφορμή. Είτε με την παρουσία του, είτε με την απουσία του ή ακόμα και με την αντιδραστικότητα απέναντι στην παραδοσιακή του ευθύτητα. Το μίνιμουμ της ηχητικής μαγιάς –μια επαναλαμβανόμενη νότα, για παράδειγμα– μπορεί να μετατραπεί σε τραγούδι, σε σύνθεση με το βάρος στην υφή των ηχοχρωμάτων, αλλά και σε πολιορκητικό κριό μιας προϋπάρχουσας αντι-μελωδίας. Είναι όμορφο τούτο το τρίπτυχο πιθανών δρόμων, ειδικά όταν ως ακροατής τους χαρτογραφείς σε πραγματικό χρόνο. Κι έτσι η επόμενη διχάλα μπορεί να σου επιφυλάσσει τα καμέο φωνητικά της Sunday Luv, τις πεταλιέρες του Δημήτρη Ζωγράφου ελεύθερες μα και δαμασμένες ή τα ηλεκτρονικά του Λεωνίδα Σέγκα να αναμοχλεύουν σαλαμοποιημένες τις φράσεις του “Cock” των Mary & The Boy.   Επιμένοντας στα περί του τραγουδιού, αισθάνομαι πως το σύνολο του υλικού διαθέτει μια περίεργη λεκτική έκφανση ακόμα και όταν απουσιάζουν παντελώς οι λέξεις, ακόμα κι όταν δεν υφίσταται κάποιου τύπου μελωδική κατασκευή να της υπονοεί. Λένε πως υπάρχουν άλμπουμ τα οποία δημιουργούν στον δέκτη εικόνες που με κάποιο ανεξήγητο τρόπο οπτικοποιούν τον ήχο. Θάλασσες, ρυάκια, δάση και αέρηδες: χαζομάρες λέω εγώ. Αλλά εάν υποθέσουμε πως τέτοιες χοντράδες ισχύουν έστω και στο ελάχιστο, τότε  το  Monkshood  μέχρι και στις πιο ψηφιακά στρυφνές στιγμές του διαθέτει τη δύναμη να αναδύει λεκτικά ανάλογα. Οικειότητα, αν το κουράσουμε λίγο παραπάνω το ζήτημα. Κι ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο επιδεικνύει μια προσβασιμότητα σπάνια σε τέτοιου τύπου εγχειρήματα. Και τούτο το τελευταίο προφανώς και δεν το εννοώ με την ευκολία του άντε να κοτσάρουμε τίποτα στιχάκια και μια καλλίφωνη δεσποινίδα, μπας και μας ακούσει κανένας χριστιανός παραπάνω. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured