Στον απόηχο της παχιάς, κοιλοπονικής ατμόσφαιρας που έπεται της επίπλαστης ευδαιμονίας με αφορμή την επέλευση του νέου έτους, το ταλαντούχο κουιντέτο των Modrec –ανανεωμένο κατά το ένα πέμπτο– έσπευσε να βρει δημιουργικό καταφύγιο στο εν Αθήναις Fabliquid Studio, με σκοπό την ηχογράφηση του sequel στο προ διετίας ντεμπούτο τους Art Naive –χωρίς επίθετα, επιρρηματικούς προσδιορισμούς και λοιπά καλολογικά ενδύματα έμπροσθεν αυτού, καθώς το παρόν site (δια)τηρεί την ιστορικότητα της ψηφιακής του πένας. Απόσταγμα της εναρκτήριας ανάπαυλας της πρώτης ανάσας των ’10s, με μόνα κρίσιμα εποικοδομήματα της μουσικής πρώτης ύλης τις διαδικασίες της μίξης (άνευ Alex Newport αυτή τη φορά, όλο το βάρος στις δοκιμασμένες «πλάτες» του Ottomo) και του mastering (στο Μεγάλο Μήλο, δια χειρός Alan Douches), συνιστούν 38:10 από τα πιο επείγοντα λεπτά τα οποία έχουν ηχογραφηθεί την τελευταία πενταετία από εναλλακτικών καταβολών αγγλόφωνο σχήμα της ημεδαπής –η παράλειψη αναφοράς του όρου «σκηνή» συνιστά εσκεμμένο detour, αφενός με την ίδια τη μπάντα να αρνείται κομψά τη φυσική και εννοιολογική σάρκωση του όρου, αφετέρου μη έχοντας ανάγκη να ιδρυματιστεί μουσικά και πολιτισμικά σε μια χώρα-ρακοσυλλέκτη: για του λόγου το αληθές, το Mascaradiction των Modrec συγκροτήματος θα μπορείτε να το προμηθευτείτε από τα εγνωσμένης φήμης Rough Trade του Λονδίνου.      Η επικρατούσα άποψη ήθελε τους Modrec να εμφορούνται από έναν (καλώς) εννοούμενο περφεξιονισμό, ο οποίος υπογράμμιζε κάθε αυλάκι (ή Kbps, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί) του ντεμπούτο τους –από τις δαιδαλώδεις prog συνθέσεις και το αψεγάδιαστο παίξιμο, έως και τη στιλβωμένη μίξη/παραγωγή, σε αντίστιξη 360 μοιρών με την όποια ερασιτεχνική naivete που έφερε ο τίτλος και το artwork (κάποιοι δε αποτόλμησαν να τους κολλήσουν τη ρετσινιά των «μουσικών ωδείου»). Επανερχόμενοι στην παράμετρο του επείγοντος, μετά το play ξεδιπλώνεται ένα εύρος φαινομενικά ετερόκλητων επιρροών και ερεθισμάτων, τα οποία έχουν χωνευτεί τόσο επιδέξια, ώστε ο μεταβολισμός τους σε κοφτερό, ακατάβλητο εναλλακτικό punk ελκύει τόσο hipsters που τα τσούζουν μόνο με βούτυρο-indie όσο και τεχνοκράτες του ήχου –ξέρετε όμως γιατί; Ταπεινή άποψη του γράφοντος: είναι διαολεμένα καλοί! Μάλιστα δε τόσο καλοί, ώστε σε 48 ώρες να (επι)κοινωνήσουν τη δική τους αλήθεια, να ντύσουν με κραυγές, χορωδιακά μέρη αλλά και ψιθύρους, με post-grunge ριπές αλλά και jazzy μπασογραμμές, την οίκοθεν τώρα ανάγκη για σύγκρουση και λύτρωση, την επιθυμία να τρεχοβολήσουν οι άρρυθμες ανάσες των κατοίκων της πόλης με το ηχητικό, ολιστικό concept του Mascaradiction.   Τα τραγούδια τους, αντικριζόμενα με αυτά του πρώτου άλμπουμ, είναι πιο άμεσα, καίρια και κοφτερά: από ψυχεδελίζουσες φόρμες με υποψία prog, εναλλαγές στον ρυθμό και στο ύφος, κιθαριστικές ξυραφιές μεταλλικού DNA μαζί με στίχους-καταγγελία της χαύνωσης και της τελμάτωσης μιας καθημερινότητας-κονσέρβα σε δίαιτα anorexia nervosa. Τα highlights αφήνω να τα ανακαλύψετε κατά μόνας, με την υποσημείωση ότι ο δίσκος έχει ενιαίο concept και γκελάρει βέλτιστα ως ολότητα. Τελευταία, ίσως ασήμαντη παρατήρηση: αφ' ης στιγμής μπολιαστούν στοιχεία επικαιροποιημένης ελληνικότητας (όχι, δεν εννοώ σαμπλαρισμένο μαντολίνο) –είτε λόγω συνεργιών είτε από συνειδητή επιλογή– οι Μodrec θα λογίζονται πια ως σχήμα-εμπροσθοφυλακή της κορυφαίας ελληνικής παραγωγής των τελευταίων τουλάχιστον 5 ετών. Για ό,τι αυτό αξίζει.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured