Στη νουβέλα El Anacronópete (Aυτός που ταξιδεύει ενάντια στον χρόνο) του 1887, ο Gaspar y Rimbaus παρουσιάζει για πρώτη φορά μια μηχανή που ταξιδεύει στον χρόνο, ένα σιδερένιο κουτί, το anacronópete. Η φόρμα της αφήγησής του είναι βασισμένη στο στυλ zarzuela και, μιας και τα ταξίδια στον χρόνο ακολουθούνται συνήθως από αρκετά παράδοξα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη σύμπραξη των Mary & Τhe Boy με τον Felizol στο δεύτερο (και τελευταίο, όπως αποδείχθηκε) άλμπουμ τους Time Machine ως μια género chico, zarzuela μιας πράξης, από αυτές που εισήχθησαν με την οικονομική κρίση στην Ισπανία το 1868.
Ρομαντσάδες, χιούμορ, μέρη μιλητά, λαρυγγισμοί, οπερετικές στιγμές, χορός σε έναν απροσδιόριστο χώρο σε αυτό το δραματοποιημένο ταξίδι με τη χρονομηχανή των Mary & The Boy. Πέρασμα στο τραγικό, στα όρια μάλλον μιας ριζικής θεατρικότητας, η οποία περιλαμβάνει (αλλά ξεπερνά σαν συνολική στάση) και τα τρία κομμάτια που επαναπροσεγγίζονται από τον προηγούμενο δίσκο (“Cock”, “Mama”, “Death”). Στα όρια δηλαδή όπου συναντάται μια επιμειξία από αμερικάνικο φαντασιακό, η γερμανική υποταγή, το σφρίγος του καμπαρέ, ο έρωτας και ο θάνατος. Μια παραγωγή που ανά στιγμές σε κάνει να νιώθεις ότι αγγίζεις εκείνο το σιδερένιο κουτί, ότι σέρνεις την άκρη των δαχτύλων σου πάνω στη σκουριά και στο ταλαιπωρημένο του κέλυφος, έτσι όπως μένει μετέωρο σε ένα περιβάλλον το οποίο σταδιακά καμπυλώνει και αμβλύνεται.
Το πρελούδιο “Burning Books, Detuned Trombones And The Princeples Of Time Travel (Death Waltz)” σου δίνει την ιδέα, γρήγορα διαρρηγνύεται όμως από ένα από τα πιο δυνατά ποπ κομμάτια που κυκλοφόρησαν τελευταία: «some people, oh, is gonna break my heart, I’m talking about you, you, you.» “You, You, You” για τους πιο γλυκόπικρους Mary & The Boy. Η πιο ηλεκτρονική στροφή που χαρακτηρίζει και τη συνεργασία με τον Felizol έρχεται με το “No More Bad Trips For Little Mary”, για να μετατοπιστούμε όμως αμέσως μετά στη gospel-οειδή φόρμα του “Afraid Of The Devil”. Πριν κυκλοφορήσει το Time Machine είχε ανέβει στο ίντερνετ το πιο χαρακτηριστικό ίσως κομμάτι του δίσκου, το “Staring”, όπου η αισθαντική φωνή της Mary κρατιέται σε πιο χαμηλά επίπεδα, παράγοντας εσωτερική ένταση πάνω από τα πλήκτρα του Boy. Σε μια εκτόνωση που δεν έρχεται ποτέ όπως την θες, αλλά συνθλίβεται εγκεφαλικά, πνιγμένη στην electronica. Το ξέσπασμα έρχεται αντιθέτως στην κοφτή χορευτική λούπα του “My Dance Is Getting Better”, με τον Boy να κραυγάζει σε αγχώδη ρυθμό «I’m not dead, I live, God lives in me... my dance is getting better», για να ακολουθήσει ένα ξεκούρδιστο “Can Can”: «are you still dancing?...now all the girls in the back and all the boys in the front dancing the can can».
Το πέρασμα στην ενότητα των “Cock”, “Mama”, “Death” γίνεται με τον ηλεκτρονικό ψίθυρο μιας ψυχής. Σε ερωτικό μάντρα μετουσιώνεται εδώ το “Cock”. Και ύστερα ο ήχος από τα καρφιά. «Mama, they put nails on his arms for you and I». Η διαδρομή σιγά-σιγά αποσυντονίζει και σένα. Καμπυλώνεις. Έρχεται ο θάνατος, ή ίσως ο φόβος του θανάτου. “Death”. Για να αντιμετωπιστεί όμως στη συνέχεια με μια «θανατερή» σάμπα. Το “Hopeless Case” είναι ίσως η σισσυφική συνειδητοποίηση που καταλήγει σε πρωτόγονο χορό κι έπειτα σε ψίθυρο, για να ολοκληρωθεί τελικά η διαδρομή με το ομώνυμο κομμάτι, “Time Machine”: «I know the truth, is dying with me...and the mother of God doesn’t know she’s famous...travel for fun with my time machine».
Θα μείνω στη σχετικότητα και στη χαρά της συνειδητής μετατόπισης. Το Time Machine, παράσταση μιας πράξης, περιέχει στιγμές οι οποίες ξεπερνάνε τους ίδιους τους Mary & The Boy. Género chico zarzuela, ακόμα και με αρκετή χωρική και χρονική απροσδιοριστία, σε μια εποχή που, αντίστοιχα, χρειαζόταν κάτι τέτοιο…