«Θα θέλαμε να περάσετε για ένα “Interview” απ’ την εταιρεία μας», μου ανακοίνωσε η ευγενική από συνήθεια φωνή, κατ’ ευθείαν απ’ την κοντινότερη κεραία κουνητής τηλεφωνίας - έχει γεμίσει η ατμόσφαιρα αόρατους “Σωλήνες” κι αυτοί σημαδεύουν τα κεφάλια μας. Το επόμενο πρωί με βρήκε να ξεθάβω απ’ τη ντουλάπα το μοναδικό μου υφασμάτινο παντελόνι και το ασορτί πουκάμισο, ειδικά αγορασμένα για τον γάμο της ξαδέρφης μου δυο καλοκαίρια πριν. Καβάλησα την “Τούρμπο Δύναμη” της βέσπας μου, αντίκα - όχι απ’ αυτές τις καινούργιες τις φλωρογιάπικες, και πριν προλάβεις να κόψεις την ώρα στα τέσσερα αφίχθηκα στη διεύθυνση που μου είχε προωθήσει η ευγενική από συνήθεια φωνή.  “Θα Τα Κάψεις Τα Μυαλά Σου”, με προειδοποιούσε χρόνια ο πατέρας μου. Άσε, αγόρι μου, τα ξενύχτια και τις αμπελοφιλοσοφίες και κοίτα να αφιερωθείς στην επιστήμη σου, τόσα χρόνια σε σπούδαζα.  Από κοντά φίλοι και γνωστοί να μου την πέφτουν να βρω δουλειά σοβαρή, να τακτοποιηθώ, να βάλω σε τάξη τη “Ζωή” μου. Υπέκυψα κι εγώ στις πιέσεις τους, στο “Πρέσσο” που έλεγε κι ο Θάνος, η σειρoύλα μου. Ίσως κατά βάθος να τα ’θελε το κωλαράκι μου - άμα γίνω στέλεχος και μεγαλοπιαστώ θα πάω στάνταρ σε ψυχαναλυτή να μου εξηγήσει τα πως και τα “Why”, σκεφτόμουν καμιά φορά. Να ’μαι, λοιπόν, μπροστά σ’ έναν καραφλομπούλη μάνατζερ όλο ύφος,  που με καλωσόρισε με εκείνη τη γνώριμη, ευγενική από συνήθεια φωνή, σα να μου λέει για “Κοπιάστε” κι εσείς στο ιατρείο και γδυθείτε - κι αν μου κάνετε το δύσκολο, τον έχω εγώ τον τρόπο μου να σας ξελαφρώσω με το ζόρι. Θα το παίξω το παιχνιδάκι σου κουφαλίτσα, επαναλάμβανα στον εαυτό μου, καθώς του έσφιγγα “Υπερβολικά” το χέρι - αρκέστηκα σ’ αυτό, αν και θα προτιμούσα να προσγειώσω την παλάμη μου γύρω στο μισό μέτρο ψηλότερα. Πριν προλάβεις να κόψεις την ώρα στη μέση όλα έβαιναν καλώς, όσο καλά θα μπορούσαν δηλαδή, γιατί ο τύπος δεν με είχε αφήσει σε χλωρό κλαρί. Απορούσα με τον εαυτό μου, για την ψυχραιμία και τη συνέπεια στις απαντήσεις μου. Οποιοσδήποτε είχε έρθει σε επαφή με τα υπερευαίσθητα νεύρα μου θα απορούσε εξίσου. Είχα στείλει τη φύση μου για ύπνο κι αυτή δεν καταλάβαινε ούτε από τα «ποια είναι τα αδύνατα σημεία σας», ούτε από τα «κάντε φωναχτά την αυτοκριτική σας», ούτε από οποιαδήποτε παρόμοια μαλακία ολκής. Εκείνο το καραφλό σκουλήκι, όμως, ήταν αχόρταγο όσο δεν πάει. Έπρεπε να το γυρίσει στις προσωπικές ερωτήσεις. Με άρχισε στα ποια είναι η γνώμη σας για την “Παγκοσμιοποίηση”, στα πείτε μας για την περίοδο που ήσασταν εκπρόσωπος των συμφοιτητών σας κι άλλα τέτοια όμορφα. Η άτιμη η φύση μου άρχισε να αγουροξυπνάει. Το παγωμένο ποτήρι νερό στα μούτρα της ήταν το «σε ένα σύνηθες “Καυγαδάκι” με την κοπέλα σας, ποια παράπονα σας εκφράζει για το χαρακτήρα σας;». Αυτό ήταν… Τα μάτια μου, τα τσακίρικα, μπήκαν σε φάση “Περιδίνησης”, “Μαύροι Άγγελοι” με μάγκωσαν απ’ τις μασχάλες για να με μετεωρίσουν για λίγο, μέχρι να με προσγειώσουν όρθιο στην καρέκλα μου. Έκανα ευθύς μεταβολή, κατέβασα το μοναδικό υφασμάτινο παντελόνι μου και παρουσίασα στον τύπο τα τριχωτά μου κωλομάγουλα, κάνοντας μια μεγαλόπρεπη “Μετάνοια”. Όταν το ’βαζε σκοπό να με γδύσει, πού να φανταζόταν πως θα του έκανα το χατίρι στην κυριολεξία. Υ.Γ.: Τι σόι κριτική να γράψεις για ένα «γκρέιτεστ χιτς» των Lost Bodies; Η έννοια απλά δεν υπάρχει, το σχήμα είναι οξύμωρο. Αν τους γουστάρετε εδώ μέσα θα βρείτε κάμποσο υλικό εκτός κυκλοφορίας. Αν τους ακούτε πρώτη φορά, να μια ιδανική αρχή.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured