Αν το πρώτο cd της σειράς με απογοήτευσε, το δεύτερο με ενθουσίασε. Όχι μόνο γιατί περιέχει γνωστά κομμάτια μουσικής δωματίου του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά γιατί μπορεί κανείς να ακούσει έργα ώριμα και ιδιαίτερα, τα οποία συνδυάζουν στοιχεία τόσο από τη λόγια δυτική μουσική παράδοση, όσο και από τη λαϊκή ελληνική μουσική με έναν τρόπο ισορροπημένο· ο συνθέτης πετυχαίνει έτσι να φτιάξει ένα εντελώς προσωπικό μουσικό λεξιλόγιο, δημιουργώντας ένα κράμα μουσικής σχεδόν, πολλές φορές, διασκεδαστικό. Ναι, μου κάνει κέφι να ακούω ξανά και ξανά αυτό το cd, συγκεκριμένα tracks αλλά και ολόκληρο, καθώς ακούω μια μουσική προσιτή και ζωντανή, χωρίς την ίδια στιγμή να χάνει σε τίποτε κάτι από τη σοβαρότητά της. Το album περιέχει το “Τρίο Για Βιολί, Τσέλο Και Πιάνο”, τη “Σονατίνα Αρ. 1 Για Βιολί Και Πιάνο”, τη “Σονατίνα Αρ. 2 Για Βιολί Και Πιάνο” και τα “Τρία Κομμάτια Για Το Δεκέμβρη Για Βιολί Και Πιάνο”. Όλα τα έργα γράφτηκαν στην καρδιά της δεκαετίας του 1940, κάτω από δύσκολες συνθήκες, γιατί, ως γνωστόν, ο Θεοδωράκης πήρε μέρος σε όλα τα γεγονότα αυτής της ταραγμένης περιόδου και είναι πραγματικό θαύμα πώς μπόρεσε να γράψει μουσική ενδιαμέσως.  Κάτω από αυτό το ιστορικό πρίσμα, ας δούμε ένα-ένα τα έργα. Το “Τρίο Για Βιολί, Τσέλο Και Πιάνο” είναι ένα έργο με πολλές μουσικές αναφορές. Στην αρχή του είναι σαφής η επιρροή του από μουσική καμπαρέ του μεσοπολέμου, μια εποχή που ο Θεοδωράκης δείχνει να νοσταλγεί μέσα στην καρδιά του Β΄ Παγκοσμίου. Ξαφνικά αυτό το μουσικό θέμα που θυμίζει Κουρτ Βάιλ και γενικότερα τζαζ αρχίζει να υποχωρεί σε ένα δεύτερο, το οποίο συμβολίζει τη σύγχυση και την αγωνία του πολέμου, καταλήγοντας σε έναν σεμνό, σύντομο θρήνο, που παίζει το βιολί στις ψηλές του νότες. Σε όλο το κομμάτι αναπαράγονται απαράλλακτα ή όχι αυτές οι τρεις μουσικές ιδέες, όπου στο τελευταίο μέρος του έργου (Allegro Vivace) αποδομούνται και απορυθμίζονται κάτω από τη μπότα της βίας των όπλων - την ίδια στιγμή που ο Θεοδωράκης αφήνει ανοικτό ένα παράθυρο στην ελπίδα. Αν σκεφτούμε ότι το έργο αυτό γράφτηκε το 1947, όταν ήδη είχε ξεκινήσει ο ελληνικός εμφύλιος, μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ένα αισιόδοξο έργο, όπου η ελπίδα για ζωή προσπαθεί να νικήσει το κράτος του θανάτου και της απώλειας. Η “Σονατίνα Αρ. 1 Για Βιολί Και Πιάνο” είναι ένα από τα καλύτερα έργα του συνθέτη και ίσως ένα από το καλύτερα ελληνικά έργα μουσικής δωματίου. Ένα κομμάτι μουσικής ξεχωριστό, ιδιαίτερο και σπιρτόζικο. Η εκτέλεση είναι ιδιαίτερα απαιτητική για το βιολί, χωρίς να σημαίνει ότι η γραμμή του πιάνου είναι εύκολη. Τόσο το βιολί όσο και το πιάνο εναλλάσσονται σε ρόλους συνοδευτικούς και σολιστικούς, ενώ σε πολλές στιγμές δυσκολευόμαστε να πούμε πιο από τα δύο όργανα περιορίζεται στο έναν ή στον άλλο ρόλο. Η “Σονατίνα Αρ. 1” είναι ένα έργο που τα βασικά του δομικά στοιχεία προέρχονται από την ελληνική δημοτική και λαϊκή μουσική, χωρίς όμως να δημιουργεί αυτό συνθετικές ευκολίες και επαναλήψεις. Ένα έργο ξεχωριστό, που όποιος δεν το ακούει, χάνει. Ιδιαίτερα το πρώτο του μέρος (Vivo) είναι σχεδόν χορευτικό. Ένα έργο κατάλληλο για αρχάριους ακροατές της μουσικής των Ελλήνων συνθετών. Η “Σονατίνα Αρ. 2 Για Βιολί Και Πιάνο” είναι μια πιο ώριμη προσπάθεια του συνθέτη, όπου όμως λείπει ο ενθουσιασμός του προηγούμενου έργου του. Τη θέση του ενθουσιασμού την έχει πάρει μια πιο στιβαρή και συγκεκριμένη μουσική λαλιά. Εκπληκτική στιγμή του είναι το τέταρτο μέρος του (Allegretto con brio), όπου το βιολί μιμείται πολύ πετυχημένα τον ήχο της κρητικής ή ποντιακής λύρας με σπασμένους ρυθμούς και ανολοκλήρωτες μελωδίες.  Τα “Τρία Κομμάτια Για Το Δεκέμβρη Για Βιολί Και Πιάνο” αποτελούνται από τρία μέρη: “Νυχτερινή Πορεία Προς Του Μακρυγιάννη”, “Προσευχή”, “Ο Θάνατος Του Αντάρτη”. Από τους τίτλους καταλαβαίνουμε, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη ότι το έργο γράφτηκε γύρω στα 1945-6, ότι το έργο αυτό αποτελεί ένα προσωπικό μουσικό ημερολόγιο του συνθέτη για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα έναν χρόνο νωρίτερα, μεταξύ του ΕΑΜ και του αγγλικού στρατού - αλλά ενδεχομένως και των εχθροπραξιών που έλαβαν χώρα μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, οι οποίες οδήγησαν και στον ίδιο τον ελληνικό εμφύλιο. Ως έργο είναι λιγότερο καλό από τα προηγούμενα. Στη “Νυχτερινή Πορεία Προς Του Μακρυγιάννη” ο συνθέτης επιμένει σε μια συγκεκριμένη και επαναλαμβανόμενη συνοδεία στο πιάνο, ώστε να δώσει την αίσθηση της ατέρμονης πεζοπορίας, ενώ “Ο Θάνατος Του Αντάρτη” θυμίζει πένθιμο εμβατήριο με πολλά λανθάνοντα ή φανερά στοιχεία θρησκευτικής μουσικής τύπου μπαρόκ ή εν γένει δυτικής εκκλησιαστικής μουσικής.  Εκτελεστές στο συγκεκριμένο album είναι οι Γιώργος Δερμετζής (βιολί), Θανάσης Αποστολόπουλος (πιάνο) και Άγγελος Λιακάκης (τσέλο). Και οι τρεις προτείνουν έναν διαφορετικό τρόπο εκτέλεσης των έργων του συνθέτη, ενός τρόπου που θα τον αποκαλούσα συγκρατημένα πομπώδη ή συγκρατημένα λυρικό. Αξιοσημείωτη και πολύ ενδιαφέρουσα η προσπάθεια του Δερμετζή, στις δυο “Σονατίνες”, να κάνει το βιολί να ακούγεται σαν δημοτικό όργανο. Τέλος, διαπιστώνω για ακόμα μια φορά ότι ο Θεοδωράκης είναι ένας συνθέτης του ύψους ή του βάθους, ένας συνθέτης που μπορεί να σε συγκινήσει ή να σε απογοητεύσει βαθιά. Σε αυτή την περίπτωση συνέβη το πρώτο.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured