Έχω γράψει και ξαναγράψει πως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνόφωνης δισκογραφικής παραγωγής των τελευταίων χρόνων έγκειται πρωτίστως στους στίχους. Οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, αναλώνονται σε χιλιοειπωμένα πράγματα, δείχνοντας μια σοβαρότατη αδυναμία μετασχηματισμού της πραγματικότητας της εποχής μας σε τραγούδι με όρους σημερινούς. Στο Σκωτσέζικο Ντουζ, όμως, η φαντασία του δημιουργού του Νίκου Κατσίκα ξεχειλίζει, μην επιτρέποντας στο κλισέ παρά μια αμυδρή παρουσία. Αλλά ξεχειλίζει, φοβάμαι, τόσο ασυγκράτητα, ώστε τελικά βρισκόμαστε να αντιμετωπίζουμε το αντίθετο άκρο του στιχουργικού προβλήματος. Κάποιες όμως συστάσεις είναι απαραίτητες, στο σημείο αυτό. Ο Νίκος Κατσίκας δεν είναι άγνωστος στη δισκογραφία, για όσους τουλάχιστον την ξεψαχνίζουν πέρα από τον αφρό. Στη βόρεια Ελλάδα, όπου κυρίως δραστηριοποιείται ο Θεσσαλονικιός φαρμακοποιός και τραγουδοποιός, έχει ήδη τη δική του πορεία και έναν κύκλο «φανατικών» θα λέγαμε θαυμαστών. Πορεία που ξεκινάει στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με τη Ραδιενεργή Βροχή (σπάνιος δίσκος, τον βρίσκετε πια μόνο στα βινύλια στο Μοναστηράκι) και φτάνει αισίως στο φετινό Σκωτσέζικο Ντουζ, όπου στους συμμετέχοντες βρίσκουμε τρεις άξιες, μα παραγκωνισμένες πια φωνές: την Ελένη Ροδά, τη Μαντώ και τον Δημήτρη Κοντογιάννη. Το ύφος του Νίκου Κατσίκα ως τραγουδοποιού εντάσσεται στη γραμμή εκείνων των δημιουργών που, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Διονύση Σαββόπουλο, πάντρεψαν με εξαιρετική επιτυχία τον δυτικό ηλεκτρικό ήχο με το δικό μας έντεχνο τραγούδι, δημιουργώντας ένα μεταμοντέρνο λαϊκό τραγούδι με pop/rock ανησυχίες (Κατσιμιχαίοι, Φοίβος Δεληβοριάς, Πορτοκάλογλου, Μαχαιρίτσας). Βέβαια, ο Κατσίκας δεν έχει σε καμία περίπτωση την κλάση των παραπάνω, ακολουθεί απλώς τις κατακτήσεις τους. Τις ακολουθεί, όμως, επιτυχημένα. Οι συνθέσεις του μπορεί να μη διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας και να ηχούν από πολύ ως υπερβολικά οικείες, αλλά και φροντισμένες είναι και ευπρόσωπες. Το ίδιο θα έλεγα και για τα φωνητικά του: συγκεκριμένα τα όρια, πράγμα που σε περιπτώσεις τον καθιστά μονότονο, τόσο όμως πηγαία, φυσικώς «θεατρικά» και με μια διάθεση «ξεσπάσματος», ώστε να αναπληρώνουν. Αλλά το παιχνίδι κρίνεται τελικά και στο τι έχεις να πεις, τι έχεις να κομίσεις σε ένα σκηνικό που κατακλύζεται πια από κυκλοφορίες κάθε μουσικού είδους. Όπως είπα και στο ξεκίνημα, ο Κατσίκας ως στιχουργός μόνο για έλλειψη φαντασίας δεν μπορεί να κατηγορηθεί. Είναι απίστευτη η γκάμα των όσων παρελαύνουν στο Σκωτσέζικο Ντους σε επίπεδο ιδεών, παρομοιώσεων και επιθέτων, όπως απίστευτος είναι και ο τρόπος με τον οποίον αλληλεπιδρούν. Αλλά, ενώ με τέτοια όπλα ο Κατσίκας θα μπορούσε ακόμα και να έχει πρωτοστατήσει στην ανανέωση του στιχουργικού γίγνεσθαι της εποχής του, βάζει ο ίδιος τρικλοποδιά στον εαυτό του, πότε ολισθαίνοντας στην άκρατη υπερβολή και πότε υποβάλλοντας τον ακροατή σε αλλεπάλληλα σκωτσέζικα ντουζ τραβηγμένων ομοιοκαταληξιών, από τη μια, και δυσθεώρατων ακαδημαϊκών λεκτικών παιχνιδιών, από την άλλη. Τα τραγούδια του καταλήγουν, έτσι, εξαιρετικά βαρυφορτωμένα - μπορεί δηλαδή να αποφεύγουν τα κλισέ, στοιβάζουν όμως τόσο πολλά, ώστε τελικά να σου προκαλούν πονοκέφαλο: «μας πυροβολούν με νότες τεθωρακισμένα αηδόνια» και «πεζοναύτες κάνουνε ασκήσεις με πυρηνικές σφεντόνες», μας λέει στο “Lovely Day” - όπου ευτυχώς μπαίνει κάπου και η Μαντώ στο refrain, απαλύνοντας όλα αυτά - ενώ στο “Τσουνάμι” ακούμε στίχους όπως «μπερδευτήκαν οι αιώνες σα χαμένες λεγεώνες, που κινούν σε εκστρατεία Τσιμισκή και Εγνατία / Θράκες πελταστές αράδα ρίχνουν στην Ολυμπιάδα και στην κιβωτό του Νώε κάνει έφοδο το ΣΔΟΕ», οι οποίοι μιλάνε νομίζω από μόνοι τους. Αυτά περί υπερβολής. Περί σκωτσέζικων ντουζ τώρα, από τη μία βρίσκεις τον Κατσίκα να καταφεύγει σε άκομψους βερμπαλισμούς, σαν το «καρπός της αποχαύνωσης μιας μεταεφηβείας, αστάθμητης κι αμέτρητης, μα επί της ουσίας» (“Βάλια”) ή σαν το “σώμα του καλοκαιριού σκαμμένο με ναπάλμ, μ’ αίμα ποτισμένο, πετρέλαιο και μύδρους” (“Lovely Day”) και από την άλλη να διακατέχεται από μια εμμονή να βρει ομοιοκαταληξίες ακόμα κι εκεί όπου δεν υπάρχουν: «με κλούβες και με ΜΑΤ θα ’ρθω σε ρήξη κι εσύ θα πάρεις μια τρελή τρομάρα / Η τηλεόρασή σου όταν με δείξει να τρέχω σαν πλανόδιος Τσε Γκεβάρα» (“Επαναστάτης Της Παντόφλας”). Το μεγάλο κρίμα, όπως τουλάχιστον το βλέπω εγώ, είναι ότι εδώ έχεις όντως μια περίπτωση δημιουργού ο οποίος έχει κάτι να μας πει. Ενός δημιουργού που ούτε το χιούμορ του λείπει - το “Ανεπίδεκτος” που τραγουδά μαζί με την Ελένη Ροδά είναι πραγματικά χαριτωμένο - και, όταν αποκτά αίσθηση του μέτρου, μπορεί να καταθέσει ένα τόσο όμορφο λαϊκό τραγούδι σαν και το “Αναρριχώμενος Καημός” - υποδειγματικά ερμηνευμένο από τον Δημήτρη Κοντογιάννη. Και στα άλλα δε τραγούδια ανακαλύπτεις συχνά εκπληκτικά στιχάκια να πασχίζουν να αναπνεύσουν μέσα στους μεγαλεπήβολους βερμπαλισμούς και την προκρούστεια κλίνη της ομοιοκαταληξίας (το “Βάλια” είναι μια τέτοια περίπτωση). Δυστυχώς όμως, η τελική εικόνα του Σκωτσέζικου Ντουζ είναι αυτή της μετριότητας. Και μπορεί να αξίζει στο μεγαλύτερο κομμάτι της σύγχρονης ελληνόφωνης δισκογραφικής παραγωγής να βουλιάζει εκεί, στον Νίκο Κατσίκα όμως είναι φανερό πως αξίζουν περισσότερα...
- Κατηγορία: ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Νίκος Κατσίκας - Σκωτσέζικο Ντουζ
- Βαθμολογία: 5
- Καλλιτέχνης: Νίκος Κατσίκας
- Label: Polymusic
- Κυκλοφορία: Μαρ-08