Από όλα τα album της φετινής πασχαλινής σοδειάς με βυζαντινούς ύμνους, αυτό που ήδη έχει ξεσηκώσει τις περισσότερες συζητήσεις είναι αναμφίβολα το παρόν. Το ότι πρόκειται για ένα φιλόδοξο, διπλό, cd με επιλογές για κάθε μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας (από την εσπέρα της Κυριακής Των Βαΐων και τον “Όρθρο Της Μεγάλης Δευτέρας” ως την εσπέρα του Μεγάλου Σαββάτου με τα “Δεύτε Λάβετε Φως” και “Χριστός Ανέστη”), είναι το λιγότερο. Η…πέτρα του σκανδάλου είναι πως τον βασικό ερμηνευτικό ρόλο σε αυτό έχει αναλάβει ο γνωστός αστέρας των νυχτερινών κέντρων…Σταμάτης Γονίδης! Και, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι και μικρό…σοκ να ακούς ξαφνικά τη φωνή του “Αμοιβαία Τα Αισθήματα” να σου τραγουδάει το “Ιδού Ο Νυμφίος Έρχεται”. Δεν θέλω όμως να «κολλήσω» σε ταμπέλες και σε στείρους αφορισμούς. Όπως δεν θέλω να κολλήσω και σε διάφορα πράγματα τα οποία διαβάζω στο συνοδευτικό του album βιβλιαράκι. Όπως το ότι ήταν επιθυμία όλων των συντελεστών να αφιερωθεί ο δίσκος στον μακαρίτη Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (ουδέν σχόλιο, μέρες που είναι) ή τον χαρακτηρισμό του Σταμάτη Γονίδη, από τον συμπαραγωγό και ενορχηστρωτή της δουλειάς Γιώργο Δεμελή, ως «εξαίρετου καλλιτέχνη» - χαρακτηρισμό τον οποίον δεν κρύβω πως βρίσκω εξοργιστικό, με δεδομένη την ως τώρα πορεία και τον κύριο όγκο του ρεπερτορίου του τελευταίου. Καλώς ή κακώς, πάντως, όσοι βρέθηκαν εδώ συνέπραξαν με μια κοινή φιλοσοφία και με μια κοινή αισθητική, οπότε είναι με βάση αυτά που πρέπει να κριθούν και να αξιολογηθούν. Το album, ως γενική αίσθηση, ήταν αρκετά καλύτερο από όσο θα περίμενε κάποιος που θα του την είχε στημένη στη γωνία. Υπήρξε όμως και εξαιρετικά άνισο. Έγινε, πράγματι, μια γενναία δοκιμή να συγκολληθούν αρκετοί διαφορετικοί κόσμοι μέσα σε ένα εκκλησιαστικό πλαίσιο, η οποία όμως δεν πέτυχε. Μοιάζει δηλαδή με ποίμνιο πολλών διαφορετικών χαρακτήρων, οι οποίοι συναθροίστηκαν μεν όλοι σε ένα εκκλησάκι με την ευκαιρία των ημερών, λίγα όμως είχαν τελικά να ανταλλάξουν, πέρα από μια κοινή, στιγμιαία, μέθεξη, που κι αυτή τη βίωσαν ο καθείς από τη σκοπιά του. Τη μεγαλύτερη επιτυχία του εγχειρήματος θα τη χρεώσω στις ενορχηστρώσεις του Γιώργου Δεμελή. Γιατί κόμισαν μεν κλαρίνα, βιολιά, κανονάκια και λαούτα στη βυζαντινή εκκλησιαστική παράδοση, το έκαναν όμως με τόση αίσθηση του μέτρου και με τέτοιον σεβασμό, ώστε, τελικά, ενσωμάτωσαν αρμονικά τους κοσμικούς ήχους των οργάνων στο λατρευτικό πλαίσιο. Λεπτό και δύσκολο πράγμα, που δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχθούν οι πιο παραδοσιακοί, αλλά που εμένα με ιντριγκάρει και νομίζω πως θα αρέσει σε ένα νεότερο ακροατήριο. Μία όμως από τις δύο μεγαλύτερες αποτυχίες του album θα τη χρεώσω, φοβάμαι, επίσης στον Γιώργο Δεμελή: η ανάγνωση εκ μέρους του των ιερών κειμένων σε διάφορα σημεία υπήρξε κατά τη γνώμη μου ξερή και μονότονη, φέρνοντας μια σοβαροφάνεια, η οποία «έσπασε» την αρμονική ροή του ήχου, που με τόση φροντίδα έχτισε σε ένα άλλο επίπεδο. Από τους υπόλοιπους συντελεστές, τα εύσημα πάνε πρωτίστως στον Βυζαντινό Χορό «Κανών» και, δευτερευόντως, στον Βασίλη Σαλέα. Ο Κανών, υπό τη διεύθυνση του πρωτοψάλτη Γεώργιου Θεοδωρίδη, υπήρξε υποδειγματικός σε όλα ανεξαιρέτως τα μέρη στα οποία συμμετείχε, παρέχοντας ερμηνείες μεστές, θερμές και ολοκληρωμένες - και το ίδιο ισχύει για τον αρχιμανδρίτη Ειρηναίο Νάκο και τον πρεσβύτερο Πέτρο Πετρόπουλο, οι οποίοι «έπαιξαν» τους ρόλους των Ευαγγελιστών (“Τότε Επληρώθη Το Ρηθέν Δια Ιερεμίου”, “Ήλθε Δε Η Μέρα Των Αζύμων”). Το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν, νομίζω, καλύτερο και πολύ πιο ισορροπημένο αν το album αυτό είχε γίνει εξ’ ολοκλήρου από τον Κανών - αν και φαντάζομαι ότι κάτι τέτοιο δεν θα κινούταν πολύ ικανοποιητικά στο εμπορικό κομμάτι. Ο Βασίλης Σαλέας, πάλι, έδειξε την κλάση του, παίζοντας διακριτικά και με μεγάλο σεβασμό, δίχως περιττές επιδείξεις και φιοριτούρες. Ξέρω όμως ότι περιμένετε να διαβάσετε για τον Σταμάτη Γονίδη, οπότε περνάω άμεσα στο «ψητό». Ο Σταμάτης Γονίδης αναμφίβολα προσπάθησε. Και υπήρχαν στιγμές όπου, πράγματι, φανερώθηκε ως ένας ερμηνευτής με περισσότερες ικανότητες, τεχνικά και εκφραστικά, από αυτές που μας έχει συνηθίσει στα τραγούδια-συνθήματα με τα οποία καταγίνεται. Παρόλα αυτά, δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, όντας η δεύτερη μεγαλύτερη αποτυχία του παρόντος εγχειρήματος. Δεν απεγκλωβίστηκε δηλαδή επαρκώς από τον αστέρα της μπουζουκοπίστας, με αποτέλεσμα έτσι όχι μόνο να ηχεί ως φτωχός συγγενής δίπλα στις φωνές του Κανών (“Ότε Η Αμαρτωλός Προσέφερε Το Μύρον”, “Μικράν Φωνήν Αφήκεν Ο Ληστής”), αλλά και να κουβαλήσει στους ύμνους ένα χρώμα λαϊκού νυχτερινού κέντρου. Προσέγγιση η οποία ηχεί ακατάλληλη - ακόμα και απρεπής - για τις ανάγκες υλικού όπως το “Σήμερον Κρεμάται Επί Ξύλου” ή το “Η Ζωή Εν Τάφω”. Ενστάσεις έχω, τέλος, και για τη Σοφία Μάνου, η οποία φανέρωσε μεν ότι διαθέτει μια καλή φωνή (έχει μάλιστα και σπουδές βυζαντινής μουσικής στο ενεργητικό της), αλλά θέλει εμφανώς δουλειά ακόμα στον τομέα της έκφρασης συναισθημάτων (“Ερχόμενος Ο Κύριος, Προς Το Εκούσιον Πάθος”, “Η Ζωή Εν Τάφω”). Κλείνοντας αυτή την, υποχρεωτικά μακροσκελή, κριτική, θα ήθελα να σημειώσω και τη φτώχια της έκδοσης όσον αφορά το συνοδευτικό βιβλιαράκι, όπου έπρεπε να βρίσκονται οι στίχοι των όσων ακούμε εδώ, ειδικά εφόσον έχουμε να κάνουμε με ένα τέτοιο «πανόραμα» ύμνων, σε διπλή cd συσκευασία. Και να συνοψίσω τα παραπάνω λέγοντας πως έχουμε, τελικά, ένα album με πολλά σκαμπανεβάσματα, το οποίο ναι μεν επιδεικνύει κάποιες επιτυχίες ως προς τον «εκσυγχρονισμό» της βυζαντινής παράδοσης, τελικά όμως καταλήγει να απομακρύνεται από αυτήν - και μάλιστα σε επικίνδυνες, αισθητικά, κατευθύνσεις.
- Κατηγορία: ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Σταμάτης Γονίδης - Προσδοκώ Ανάστασιν...
- Βαθμολογία: 5
- Καλλιτέχνης: Σταμάτης Γονίδης
- Label: Virus
- Κυκλοφορία: Απρ-08