Σου ξυπνάει ουκ ολίγες διαφορετικές μουσικές μνήμες και την ίδια ώρα καταφέρνει να σταθεί αυτόφωτα ή μήπως ελαφροχεριάζει ασύστολα από ένα κάρο διαφορετικές μεριές, μπας και ανέβει στον αφρό πάνω σε ξένες πλάτες; Κλείνει τα μάτι σκανταλιάρικα στο παρελθόν – απ’ τη δεκαετία του ογδόντα και προς τους χρόνους μας – όντας ταυτόχρονα και σημερινό ή μας πασάρει αυτή την, έστω διευρυμένη eight-ίλα, ως και καλά σύγχρονη άποψη; Καιρό τώρα το πολεμάω χωρίς τελεσίδικη κατάληξη. Πολλές φορές, άλλωστε, τα άλμπουμ με τόσο εμφανείς τις επιρροές τους ισορροπούν επικίνδυνα μεταξύ αμφιλεγόμενης κόπιας και εμπνευσμένης επαναδιαπραγμάτευσης. Όπως καταλαβαίνετε, δεν βγάζεις τόσο εύκολα άκρη με τούτο το ντεμπούτο των Pop Eye, έτσι τιγκαρισμένο όπως είναι από Depeche Mode σίνθια – βλέπε για κραχτό παράδειγμα την εισαγωγή του “Love Is” – και τα υπερβολικά οικεία θέματα σαν εκείνο το κεντροευρωπαϊκό έξω καρδιά, πάνω στο οποίο στήνεται το “Something More” (θυμάστε το “Narcotic”, το μόνο κι έρημο χιτάκι των Liquido, κάπου ανάμεσα στις brit και electro περιοχές του pop τοπίου;). Αλλά και μικρές στιγμές σοφίας υποστηριγμένες από μελιστάλακτους κιθαρισμούς (“That’s Life”), πλάι σε φηφιακές βουτιές (“Deepest Sea”), ευφυώς πειραγμένα easy listening σκευάσματα (“Believe Me”) και μαγνητικές, μελωδικές γραμμές (“King”). Τίποτα πεφωτισμένες απαντήσεις στα εισαγωγικά ερωτήματα προφανώς και δεν διαθέτω. Αυτό για το οποίο μπορώ να σας διαβεβαιώσω, όμως, είναι πως αυτή η ομώνυμη της μπάντας δημόσια μουσική εναπόθεση ηχεί ειλικρινέστατη, άμεσα προσβάσιμη και καταφανώς ακομπλεξάριστη, γνωρίσματα αν μην τι άλλο ιδανικά ενός άξιου pop άλμπουμ, το οποίο απ’ τη φύση του δανείζεται για να μαζικοποιήσει εκ νέου, ή για πρώτη φορά, τα δανειζόμενα. Αδυναμίες υπάρχουν – η εκφορά της αγγλοσαξονικής μια απ’ αυτές – μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα όμως, παρέα με την υπερβολική δανειστική, γιατί πολύ απλά απουσιάζει το κουτοπόνηρο καμουφλάζ που κατά καιρούς φιλοδοξεί να μας ανακηρύξει κουφούς. Άλλωστε, οι τρεις Pop Eye αποδεικνύονται, εκτός των προαναφερθέντων, και ικανοί τραγουδοποιοί, επιλέγοντας μια λογική αρκετά κοντά σ’ αυτή του καρτουνίστα – αν και το όνομα τους δεν είναι εμπνευσμένο απ’ τη γνωστή σπανακοκίνητη καρικατούρα του παραδοσιακού αρσενικού – που είναι γνώστης των περιορισμών της μαστορικής του και δεν παρασύρεται τόσο ώστε να πάρει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν έχει να καταθέσει και κάτι σοβαρό (υπάρχει διαφορά νομίζω).

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured