Ο Βαγγέλης Γερμανός επιστρέφει στη δισκογραφική επικαιρότητα με μια έκπληξη, υπογράφοντας μια δουλειά σε ατόφια λαϊκά μονοπάτια. Kάτι που στριφογυρνάει στο μυαλό του εδώ και τουλάχιστον μια δεκαπενταετία. Σε αντίθεση όμως με το φιλότιμο, μα κατά στιγμές μόνο πετυχημένο, πείραμα με το album Ασκήσεις (1994), το νέο του πόνημα Καμικάζι επιτυγχάνει να μιλήσει τη γλώσσα του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη με αισθητά μεγαλύτερη δεξιοτεχνία.Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως ο Γερμανός δεν πραγματοποιεί καμία απολύτως υπέρβαση με το Καμικάζι, ούτε και χαράζει κάποιον νέο μουσικό δρόμο, παντρεύοντας τις rock καταβολές του με την κληρονομιά του λαϊκού τραγουδιού. Μπορεί να κρατάει την ηλεκτρική κιθάρα στο χέρι και να πλαισιώνεται από μια λαϊκή ορχήστρα, όποιος όμως αναμένει να ακούσει κάτι το πρωτόγνωρο, σίγουρα θα απογοητευτεί. Και εδώ κάποιος μπορεί να βασίσει την ισχυρότερη ένσταση η οποία μπορεί να διατυπωθεί ενάντια στο Καμικάζι, αφού το τελευταίο εύκολα μπορεί να ηχήσει ως μια απλή μίμηση και αναπαραγωγή μελωδικών δρόμων και θεμάτων χιλιοακουσμένων και κορεσμένων εδώ και πολλά χρόνια. Αυτή όμως είναι μονάχα η μία πλευρά της ιστορίας. Η άλλη είναι ότι ο Βαγγέλης Γερμανός, μετά από μια μακρά πορεία στη δυτική πλευρά της μουσικής δημιουργίας, συμφιλιώνεται με μια κοινή μνήμη όλων μας - τα λαϊκά δηλαδή τραγούδια μιας παρελθούσας και απαστράπτουσας καλλιτεχνικά εποχής, που όλοι λιγότερο ή περισσότερο μάθαμε από τους γονείς μας. Σε αυτά ξαναγυρνά, τους δικά τους εκφραστικά μέσα μελετά και τον δικό τους κόσμο αναπαράγει στιχουργικά, μιλώντας μας για σερμπέτια, λουλάδες, μαύρα σπαχάνια και σοκάκια του Ψυρρή. Πράγματι, όλα όσα ακούμε στο Καμικάζι έχουν ξαναειπωθεί από μεγάλους μάλιστα μάστορες αυτής της τέχνης, με τους οποίους ο Γερμανός ούτε κατά διάνοια δεν επιχειρεί να συγκριθεί. Βάζει όμως θέρμη, ειλικρίνεια και αγάπη στο Καμικάζι, ενώ παράλληλα γράφει και τραγούδια συγκροτημένα. Αν και βρέθηκε μάλιστα έξω από τα νερά του, τα τελευταία ήταν, συνολικά, πολύ πιο προσεγμένα και ενδιαφέροντα στιχουργικά συγκρινόμενα με το αμέσως προηγούμενο album του Μαγικό Νησί. Από τις πιο συμπαθητικές στιγμές της δουλειάς υπήρξαν το “Ρίξε Μάρκο Μια Γλυκιά Πενιά”, η νέα - σε χασάπικους δρόμους - εκτέλεση μιας από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Γερμανού, του “Απόκληρου”, ντουέτο με τη Γλυκερία, αλλά και τα “Μάσες, Ξάπλες, Φούμες” και “Σ’ Ένα Σοκάκι Του Ψυρρή”. Εκεί που προσωπικά βρήκα το album να ντελαπάρει, είναι όταν επιχειρούσε να εγκαταλείψει στιχουργικά τον παλιό κόσμο για να εντάξει σύγχρονες αναφορές. Δεν βρήκα ας πούμε να κολλάει το τετράστιχο «Στο Σύνταγμα θα κατεβώ/Στη διαδήλωση θα μπω/Και με τα ΜΑΤ θα χτυπηθώ/Για τη μικρούλα π’ αγαπώ» με το υπόλοιπο κλίμα του υποψήφιου ραδιοφωνικού hit “Καμικάζι”, ενώ έμεινα να απορώ με το δίστιχο “Σκέψου λίγο την πατρίδα και την υφαλοκρηπίδα” από το “Σήκω Πάνω Αχιλλέα”. Και δεν με άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις η συμμετοχή του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στα δύο προαναφερόμενα τραγούδια. Όχι γιατί δεν τα είπε καλά (Μαχαιρίτσας είναι αυτός), αλλά γιατί υπήρξε πολύ ευπρόβλεπτος, τόσο ως προς τις ερμηνείες του, όσο και ως προς το ότι συμμετείχε στα δύο εκείνα τραγούδια του Καμικάζι τα οποία επιχειρούσαν να πολιτικολογήσουν - έστω και με τον αναιμικό τρόπο που το έπραξαν.Παρά πάντως τις όποιες ενστάσεις, γεγονός είναι πως ένας παλιός ροκάς μας θύμισε με το Καμικάζι την αγνότητα και την απλότητα με την οποία γράφονταν κάποτε αριστουργηματικά λαϊκά τραγούδια, πετυχαίνοντας μια αν μη τι άλλο συμπαθητική τους αντανάκλαση στο σήμερα. Ένα σήμερα όπου στο λαϊκό τραγούδι έχει σχεδόν κυριαρχήσει πια η επιτηδευμένη μανιέρα στη θέση της αγνότητας και η νηπιακού επιπέδου απλοϊκότητα στη θέση της απλότητας. Μπορεί λοιπόν ο Βαγγέλης Γερμανός να μην κόμισε κάτι νέο με την τελευταία του δουλειά, σίγουρα όμως μας θύμισε με αγάπη και μεράκι πράγματα τα οποία πλέον αποτελούν είδος προς εξαφάνιση.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured