Δύο κοντραμπάσα συνευρίσκονται και συνομιλούν στο Bass To Bass, μια συνεργασία μεταξύ δύο δεξιοτεχνών με πολλές και σημαντικές περγαμηνές στο ενεργητικό τους, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Ο ένας, ο Νεκτάριος Καραντζής, Αθηναίος που ζει στη Θεσσαλονίκη, με σπουδές jazz αυτοσχεδιασμού στη Βιέννη, συνεργασίες με τη Σαβίνα Γιαννάτου και τη Μπάντα Της Φλώρινας και ένα album ήδη στο ενεργητικό του (Terra Incognita, 2002). Ο άλλος, ο Λάκης Τζήμκας, Θεσσαλονικιός ειδικευμένος στο τζαζ κοντραμπάσο στο Πανεπιστήμιο του Graz, με συνεργασίες με τον Σάκη Παπαδημητρίου, με το δικό του τζαζ κουαρτέτο και επίσης με ένα album ήδη στο ενεργητικό του, το Different Faces (2004). Τα παραπάνω στοιχεία δεν αποσκοπούν μόνο στις απαραίτητες συστάσεις. Δείχνουν επίσης και ότι έχεις να κάνεις με πολύ καταρτισμένους επαγγελματίες, που έχουν διακριθεί ως σοβαρές παρουσίες στον χώρο τους, διαθέτοντας τεχνική επάρκεια για την οποία δεν χωράει η παραμικρή συζήτηση. Φοβάμαι όμως πως, όπως έχει πολλές φορές συμβεί στην ιστορία της μουσικής με εξαιρετικούς κατά τα άλλα δεξιοτέχνες, είναι ακριβώς αυτό το εκτελεστικό επίπεδο το οποίο στέκει ως τροχοπέδη στην απόπειρα των Καραντζή και Τζήμκα να εμφανιστούν δισκογραφικά ως δημιουργοί. Όχι πως το Bass To Bass πείραμά τους δεν έχει το ενδιαφέρον του: κατακτά με μεγάλη ευκολία ένα minimum επίπεδο και οι αυτοσχεδιασμοί στους οποίους επιδίδονται οι δύο κοντραμπασίστες κατορθώνουν να τιμήσουν τις κλασικές και free jazz καταβολές τους, δίχως να ακουστούν ως στείρα απομίμηση αυτών. Από εκεί όμως μέχρι να συμβεί αυτό το οποίο θέλει το δελτίο τύπου της κυκλοφορίας («O Schubert ανταμώνει με τον Mingus και ο Schoenberg με τον Parker») η απόσταση είναι μεγάλη - και δεν διανύεται ούτε στις πιο ενδιαφέρουσες από τις έντεκα οργανικές στιγμές του Bass To Bass. Σε διάφορα σημεία οι αυτοσχεδιασμοί του Τζήμκα και του Καραντζή πράγματι καταλήγουν σε πράγματα με κάποιο ενδιαφέρον, όπως ας πούμε στην περίπτωση του ζωντανά εκτελεσμένου στο Μικρό Μουσικό Θέατρο “Peter Left Town”, ή στην ενδιαφέρουσα ανάγνωση την οποία πραγματοποιούν στο “Equinox” του John Coltrane. Γενικά όμως επικρατεί ένας πολύ ξερός και ακαδημαϊκός αέρας, ο οποίος επιδιώκει την εκτελεστική τελειότητα δίχως να συναισθάνεται πως έτσι καταλήγει να πνίγει το αισθητικό κομμάτι. Mετατρέποντας τελικά τις όποιες ιδέες σε δεινά παιγμένες ασκήσεις ύφους απευθυνόμενες περισσότερο σε συναδέλφους μουσικούς οι οποίοι επιθυμούν να βελτιώσουν το επίπεδό τους, παρά στον μουσικόφιλο ακροατή που στερείται τέτοιων γνώσεων και βλέψεων (“The Bow”, “Music For Small Theater”, “In The Forest”). Ακόμα και το “My Own And Only Love” - μία από τις ωραιότερες μεταπολεμικές jazz μπαλάντες που πρωτοέγινε διάσημη από τον Frank Sinatra - παρουσιάζεται να έχει χάσει τους χυμούς του από τη μεταχείριση που του επιφυλάχθηκε. Είναι τελικά μια πολύ διαφορετική ιστορία το να είσαι καταρτισμένος δεξιοτέχνης από το να είσαι εμπνευσμένος δημιουργός μουσικής...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured