Το μεγάλο πρόβλημα με ένα σημαντικό ποσοστό της ποιοτικής ελληνόφωνης μουσικής είναι ότι έχει καταντήσει πια παρωδία του ίδιου του εαυτού της - και η πλειοψηφία των ανθρώπων που τη συντελούν πληκτικές «θυγατρικές» ο ένας του άλλου. Δυστυχώς, η παραπάνω πραγματικότητα έρχεται να ενισχύσει διάφορα περαιτέρω προβλήματα, όπως π.χ. το πάτημα υπεράσπισης που βρίσκουν ενίοτε αρκετοί από τους λεγόμενους «σκυλάδες» για τις δικές τους μουσικές προτιμήσεις, αλλά και τη δικαιολογία πολλών νέων παιδιών, τα οποία έχουν αποκυρήξει πλέον οτιδήποτε μιλάει ελληνικά, ως κάτι δήθεν και ανούσιο. Όπως και να έχει το πράγμα, δεν είναι εύκολο για έναν άνθρωπο που διαφωνεί σθεναρά με όλα τα παραπανώ να παίρνει στα χέρια του έναν δίσκο σαν το Τίποτα Δεν Είναι Όπως Φαίνεται - την τελευταία δηλαδή δισκογραφική δουλειά των Όναρ - όταν αυτός δείχνει λες και έχει βαλθεί να δικαιώσει όλους τους λόγους που έχουν γεννήσει την κατάσταση που περιέγραψα πιο πάνω. Κι αυτό γιατί οι Όναρ συνεχίζουν, από τη μία, να επαναλαμβάνονται - κινούμενοι στα ίδια ακριβώς ηχητικά μονομάτια με τις πέντε προηγούμενες δισκογραφικές τους δουλειές - ενώ αποτυγχάνουν να διατηρήσουν ένα minimum έστω επίπεδο ενδιαφέροντος. Ένα επίπεδο που, αν είχε επιτευχθεί (όπως σε κάποιες άλλες δουλειές τους στο παρελθόν), πιθανόν να καταστούσε περισσότερο εύπεπτη όλη αυτή την «ταπεινή και καταφρονεμένη» ερωτική κλάψα του Τίποτα Δεν Είναι Όπως Φαίνεται, η οποία ακούγεται σαν να ήθελε πολύ να ανήκει σε κάποιον δίσκο των Πυξ Λαξ άλλα, δυστυχώς, ξέμεινε στο συρτάρι.    To Τίποτα Δεν Είναι Όπως Φαίνεται αποτελείται από 12 τραγούδια γύρω από αναζητήσεις συναισθηματικές («Σε κουβαλάω όπου κι αν πάω σαν την ψυχή μου/σε αγαπάω όπου κι αν πάω σαν τη ζωή μου - “Σε Κουβαλάω”) και υπαρξιακές («Θα ‘θελα να στηριχτώ στον εαυτό μου/και σε άλλον κανένα/θα ήθελα να στηριχτω, μα είμαι ξύλο/σπασμένο καιρό» - “Δεν Πεθαίνω Έτσι Εύκολα”). Αναζητήσεις τόσο όμως επιφανειακές και ρουτινιάρικες, ώστε είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι στην εποχή μας, όπου ο κόσμος έχει δει και έχει κάνει πια τόσα πολλά, να υπάρχουν ακόμη άνθρωποι οι οποίοι φαίνεται πως συγκινούνται από αυτές. Από μουσικής άποψης, από την άλλη, τα τραγούδια ήχουν τόσο όμοια με άλλες παλαιότερες - και ήδη κοινότοπες - έντεχνοrock στιγμές, που είναι αρκετά δύσκολο για κάποιον να τις αντιμετωπήσει ως μια καινούργια και φρέσκια μουσική κατάθεση. Με μία από τις πολύ λίγες καλές στιγμές του δίσκου, το εκφραστικά τραγουδισμένο από την Πένυ Ραμαντάνη “Στάχτη Στα Μπαλκόνια” - εκφαστικά πάντα σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια, τα οποία από ερμηνευτικής πλευράς φαντάζουν τουλάχιστον άχρωμα - να ξεχωρίζει από το σύνολο του δίσκου ανάμεσα στη συνηθισμένη ραδιοφωνική επιτυχία “Αν Μ’ Αγαπάς”, στο πολύ κακό “Kασέτα” αλλά και στην αναίτια ορχηστρική εισαγωγική του ομώνυμου “Τίποτα Δεν Είναι Όπως Φαίνεται”, o δίσκος κινείται από την εξάντηληση της έμπνευσης στην πρόωρη καλλιτεχνική κούραση με τρόπο πραγματικά αξιοσημείωτο.  Με τέτοιες δισκογραφικές προτάσεις έχουν πολύ άδικο οι ντόπιοι «ποιοτικοί» όταν γκρινιάζουν για το ότι η μισή Ελλάδα ακούει Μακρόπουλο και η άλλη μισή Matisse…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured