Η όλη ουσία σε τούτη την τελευταία δουλειά του Γιώργου Ζήκα εμπερικλείεται στο μικρό σημείωμα του, που προλογίζει τα 11 τραγούδια του cd. Σας το παραθέτω αυτούσιο:«Αυτά τα τραγούδια φτιαγμένα από το 1985 μέχρι και σήμερα, παραπεταμένα μέσα στο συρτάρι, έγιναν το όχημα να με βγάλουν από το αδιέξοδο και την απουσία εφτά χρόνων. Μη έχοντας άλλο τρόπο (sic!!) επέλεξα να πάρω μόνος την ευθύνη της ερμηνείας τους και παράλληλα να προσαρμόσω ένα νέο ήχο πιο κοντά στο δικό μου ύφος.»  Εδώ δεν μπαίνει κανείς στο δίλημμα να αποκωδικοποιήσει τα λόγια αυτά. Αυτό το μικρό κειμενάκι, επικουρούμενο των απανωτών ακροάσεων του δίσκου, είναι σαφέστατο και ειλικρινές απέναντι μας. Οι λέξεις «αδιέξοδο», «παραπεταμένα», «απουσία», «μην έχοντας», καθρεφτίζουν την καθολική αδυναμία του καλλιτέχνη να παράγει καινούργιο υλικό. Ο Ζήκας βρίσκεται σε καλλιτεχνική ραστώνη - αδιέξοδο το ονομάζει ο ίδιος - και προσπαθεί να επανακάμψει στην ελληνική μουσική πραγματικότητα. Μέσα στην ανασφάλεια που τον διακατέχει - υποθέτω λόγω επταετούς απουσίας από την δισκογραφία - επανασύρει ανέκδοτα κομμάτια του, που ο ίδιος, από ό,τι φαίνεται, τα είχε απορρίψει, όταν έπρεπε να εκδοθούν. Πίσω λοιπόν από το αναγνωρίσιμο προσωπικό του ύφος, στιχουργικό και μουσικό, προσπαθεί να μας τα κοινωνήσει με έναν νέο ήχο - τουλάχιστον έτσι διατείνεται ο ίδιος. Και αυτή τη φορά μας ξεδιπλώνει και την τρίτη διάσταση της καλλιτεχνικής του οντότητας, την ερμηνευτική. Πραγματικά δεν κατανόησα ποτέ τη στάση των συνθετών - λαϊκών και μη - να επιχειρούν το βαρύ φορτίο της ερμηνείας ενός ολόκληρου κύκλου τραγουδιών τους, όταν είναι ηλίου φαεινότερο ότι η φωνητική τους δεινότητα κινείται στα όρια του μετρίου. Εδώ ο Γιώργος Ζήκας, θέλοντας ίσως να προλάβει την αναμενόμενη κριτική, μας μιλά για αδιέξοδο (ανατρέξτε άλλη μια φορά στο περιεκτικότατο σε νοήματα σημείωμα του…) και προστρέχει στην «αναπόφευκτη» επιλογή της προσωπικής ερμηνείας των δημιουργημάτων του. Ό,τι και νά ’ναι, κάπου θα υπήρχε μια τρίτη λύση και όφειλε να την ανακαλύψει. Δεν το έκανε, δοκίμασε τον εαυτό του στον ρόλο του τραγουδιστή και κρύφτηκε πίσω από μία θεατρική ερμηνευτική μανιέρα, οδηγούμενος σε ατυχή κατά τη γνώμη μου αποτελέσματα. Οι συμμετοχές του Διονύση Σαββόπουλου (“Ας Χαθούμε”) και της Ελένης Βιτάλη (“Γρίφος”) απλώς προσθέτουν, αλλά δεν ανατρέπουν.  Τα τραγούδια στο σύνολό τους σου χαϊδεύουν το αυτί, χωρίς να σου αφήνουν όμως καμία ανάγκη να ανατρέξεις πάλι πίσω σε κάποια από αυτά.  Τo repeat είναι πατημένο στο cd player, όχι από αυθόρμητο ενθουσιασμό, αλλά με την ελπίδα ότι θα ανακαλύψεις τη σπιρτάδα του συνθέτη που μας σύστησε μία από τις τελευταίες ιδιαίτερες λαϊκές γυναικείες φωνές της εποχής μας - μιλώ για την Ελένη Τσαλιγοπούλου και το Σώπα Και Άκουσε - και που απογείωσε την καριέρα του Κώστα Μακεδόνα με τον γεμάτο μαγκιά και περισσή λαϊκότητα δίσκο Γουστάρω.  Δυστυχώς δεν ανακαλύπτεις τίποτα από τα παραπάνω. Αντ’ αυτού συναντάς λαϊκίστικες εξάρσεις και παιδαριώδεις αφορισμούς σε επίπεδο στιχουργικής. Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη μου ένσταση και απογοήτευση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα το “Είτε Έχεις, Είτε Δεν Έχεις” και το “Με Λύκους Και Αρκούδες”, τραγούδια τα οποία ανοίγουν το δίσκο και σε προϊδεάζουν για τα επόμενα. Είναι σαφές ότι ο κύριος άξονας πάνω στον οποίο κινείται ο στίχος είναι η χιουμοριστική διάθεση του Ζήκα απέναντι στα ερωτικά ή κοινωνικά προβλήματα που απασχολούν έναν μέσο ακροατή. Όμως, στίχοι όπως «…να βλέπω τ’ αστεράκια, να ακούω τα πουλάκια, να ανασαίνω καθαρό αέρα…» πραγματικά δοκιμάζουν τις ανοχές σου. Και θα αφήσω ασχολίαστες λαϊκίζουσες καταγγελίες του τύπου «…γιατί όσο τρέχεις θα την πληρώνεις, δόσεις και δάνεια θα ξεχρεώνεις. Με το χαμόγελο θα σου τα παίρνουν, ούτε νεράκι δε σου φέρνουν..». Οι μελωδίες, απ’ την άλλη, άπτονται των ευκολιών του συνθέτη και οι ενορχηστρώσεις - ο Γιάννης Μήτσης ανέλαβε αυτό το δύσκολο έργο - είναι επιφανειακές μέχρις ότου να ανακαλύψεις το ολίγον rock, το ολίγον reggae, το εν γένει «ολίγον» τους ύφους που θέλουν να προσδώσουν στα τραγούδια. Σαν επτασφράγισμα έρχεται το έντεχνο ραπάρισμα στους “Κερκιδόνες”, με την συνοδεία χορωδίας ποδοσφαιρικής αισθητικής. Προς αποφυγή πάντως παρεξηγήσεων, ο δίσκος διεκδικεί τον χαρακτηρισμό του λαϊκού μέσα από το ιδιαίτερο ύφος του δημιουργού. Δεν ξέρω τι θα σας αφήσει η ακρόαση αυτής της δουλειάς. Νιώθω ότι ο ίδιος ο Ζήκας γνωρίζει πιο καλά από όλους την ασυνέπεια του ως προς το πρότερο δημιουργικό του έργο. Υποθέτω πως, ελλείψει εμπνεύσεως και δημιουργικότητας, επικράτησε ένας ψυχολογικός πανικός που οδήγησε σε καλλιτεχνική αστοχία. Δεν σας κρύβω ότι διακατέχομαι από ανασφάλεια μιας υπέρ του δέοντος επίκρισης, εφόσον δεν μιλάμε για έναν τυχαίο συνθέτη. Έλα όμως που η σύγκριση με το παρελθόν του είναι αναπόφευκτη. Όταν ειδικότερα ξέρεις ότι από τον ίδιο άνθρωπο γράφτηκαν αυθεντικές λαϊκές μελωδίες όπως τα “Μαργαριτάρια”, “Αυτό το βράδυ”, “Παρτικολάριστα”, “Agrigento”, “Θεωρία και Πράξη”, “Κληρώθηκα” και πολλά άλλα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured