Αυτό το project τον τελευταίο χρόνο το έχω πάρει επ’ ώμου (παρουσιάστε αρμ, όπως κάνει κάθε μέρα κι ο αρχισυντάκτης του Avopolis greek). Η πρόβλεψη μου την τελευταία φορά που σχολίαζα μια ζωντανή τους εμφάνιση έλεγε ότι ο δίσκος θα κυκλοφορήσει πριν το καλοκαίρι. Το κληρονομικό χάρισμα έχω, είναι γεγονός. Τελικά, ο δίσκος βγήκε μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων και από ότι φαίνεται τον λατρέψατε, αφού βρέθηκε στην πέμπτη θέση της λίστας σας με τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους της χρονιάς. Καλά τα λέτε, αν και προφανώς μεγάλο ρόλο παίζει αυτή η μεγάλη πίστη που έχετε/έχουμε σε ό,τι κάνει ο Αγγελάκας. Σας άρεσε αλήθεια η παραγωγή του στον καινούργιο του Ψαραντώνη ή δεν ακούτε τέτοια;Στο δια ταύτα τώρα. Να ξεμπερδέψω με τα εύκολα για αρχή. Ναι, αυτή την φορά είναι πιο εξωστρεφείς. Και οι δύο. Και η μουσική αλλά και η ποίηση του Αγγελάκα. Φαίνεται και από το εξώφυλλο. Δεν γίνεται να αποφευχθεί η σύγκριση με το ντεμπούτο τους Ανάσες Των Λύκων που μάλιστα - αν δεν με απατά η μνήμη μου - είναι και ο μοναδικός ελληνικός δίσκος που έχει βγει δίσκος του μήνα στο Sonik. Ο τότε αρχισυντάκτης του περιοδικού, Κωνσταντίνος Τσάβαλος, είχε γράψει: «ό,τι πιο ρηξικέλευθο τόλμησε να κάνει ποτέ ο Γιάννης, συνεπικουρούμενος από αυτόν τον υπέροχο μουσικό που ακούει στο όνομα Νίκος Βελιώτης. Ένα εκπληκτικό έργο». Στην παραπάνω πρόταση κρύβεται «ζουμί» ακόμα και για την παρούσα δουλειά. Εδώ θα βρείτε λόγο να μην τον αγαπήσετε ακριβώς επειδή δεν είναι κάτι ρηξικέλευθο, εδώ θα βρείτε και λόγο να τον λατρέψετε ακριβώς επειδή αυτή την φορά είναι προσιτός. Αναπνέει πιο εύκολα. Τον προσεγγίζεις με περισσότερη άνεση, αλλά δεν είναι τόσο απαιτητικός. Από το ορχηστικό “Γκρραουνγκ” που ανοίγει τον δίσκο (btw ωραίος τίτλος που θυμίζει το “Ga Ga Ga Ga Ga” των Spoon) έχεις κάτι λιγότερο από έξι λεπτά να βολευτείς στην θέση σου, ακούγοντας τσέλα παρέα με χαλαρά μπίτια, διαπιστώνοντας γρήγορα δύο πράγματα (για να φεύγουν από την μέση κι αυτά). Ένα ότι ο Βελιώτης, ο οποίος παίζει τα πάντα μόνος του στον δίσκο, είναι όντως υπέροχος μουσικός. Δύο, ότι η παραγωγή του ντουέτου με την βοήθεια του Coti K. (ξεκάθαρη η παρουσία του σε τουλάχιστον δύο τραγούδια του δίσκου), του Καργιωτάκη και του Χαρμπίλα είναι υψηλού επιπέδου. Καλό στερεοφωνικό να έχεις και ελεύθερο χρόνο. Το “Πότε Θα Φτάσουμε Εδώ” που ακολουθεί, έχει μεταφερθεί και σε εικόνα χάρις σε ένα απολαυστικό video clip το οποίο έχει κάνει ο Βελιώτης. Αφαιρετικά στιχάκια από τον Γιάννη, λίγα και σκόρπια - και έτσι ο Βελιώτης έχει αρκετό χώρο να παραδώσει 60 από τα καλύτερα δευτερόλεπτα του δίσκου. Κάπου προς το τέλος. Ακούστε λίγο προσεκτικά κι εσείς. Από ’δω και πάνω (όπως λένε κι οι Επισκέπτες) ξεκινάει το κυρίως πιάτο. Το “Μέσα Στα Άγρια Δάση” είναι το μοναδικό κομμάτι που θα μπορούσε, ίσως, να υπάρχει στο ντεμπούτο τους. Εδώ πρωτοεμφανίζονται τα θέματα και οι λέξεις που θα γυροφέρνει ο Αγγελάκας σε όλο το δίσκο. Ο λύκος στην καρδιά, η φωτιά στην σκέψη. Μόνος αυτός τα ακουμπάει με αυτόν τον τρόπο. Σήμα κατατεθέν του. Αμέσως μετά ακολουθούν τρία από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου. Με τη σειρά: “Μέσα Στη Θάλασσα”, ρυθμικό με κολλητικό ρεφραίν, “Έβλεπα Τη Φωτιά Που Ερχόταν Καταπάνω Μου”, τα καλύτερα στιχάκια του δίσκου, και το σχεδόν hit πλέον “Όπως Ξυπνούν Οι Εραστές”. Ή αλλιώς το μοναδικό ξεκάθαρα ερωτικό τραγούδι που έγραψε ποτέ ο Αγγελάκας: «Ανάβαμε και σβήναμε και πάλι ξαναρχίζαμε και γίναν μια των δύο μας οι καρδιές/ Και το πρωί ξυπνήσαμε απ’ το όνειρο που ζήσαμε, έτσι γλυκά όπως ξυπνούν οι εραστές». Θα αφηνιάσει ο Μελωδία FM με αυτό το τραγούδι - μπορεί να το έχει κάνει ήδη βέβαια. Μη μπερδεύεστε όμως. Αμέσως μετά Βελιώτης-Αγγελάκας πετάνε ένα μινιμαλιστικό ambient τραγούδι και οι έντεχνοι γυρίζουν στα λημέρια τους. Για το φινάλε, έχουν φυλάξει άλλο ένα σετάκι με απολαυστικά τραγούδια. Το πρώτο είναι και ό,τι καλύτερο θα ακούσετε καθ’ όλη τη διάρκεια του Πότε Θα Φτάσουμε Εδώ. Στον “Ωκεανό” λοιπόν, οι δυο τους παραδίδουν την πιο εύστοχη συνεργασία που έκαναν ποτέ. Τα μπίτια τους ακούγονται σούπερ, αρκετές μικρές λεπτομέρειες στο βάθος (μυρίζει Coti από χιλιόμετρα λέμε) και από πάνω μια απλή και δυνατή μελωδία, καθώς και ένα ερμηνευτικό ρεσιτάλ. Το δεύτερο είναι η μπαλάντα του δίσκου: «Ούτε με νοιάζει αν με πικράνει το φιλί σου, θέλω να είμαι η μουσική που ξαγρυπνάει μαζί σου» (“Θέλω Να Είμαι Η Μουσική”). Μετά από 700 λέξεις που έκατσα και έγραψα, νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο. Τα κατάφεραν πάλι αυτοί οι δύο. Κι ας κλείνουν με “Το Ξέρουν Τα Ποτάμια”, το οποίο αγγίζει τα όρια του noise και μέσα στο «φωτεινό» δισκάκι τους ακούγεται σαν εξωγήινος. Χαλάλι...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured