«Έχεις να κάνεις με το βρώμικο, έχεις να κάνεις με το ηλιόλουστο, έχεις να κάνεις με το πιο σκληρό, έχεις να κάνεις με το rock’n’roll». Και πράγματι, το Silent Disco των Ρόδες είναι βρώμικο και σκληρό, ηλιόλουστο και οργισμένο, τρυφερό και καυλωμένο και πάνω απ’ όλα rock -τόσο μουσικά, όσο και ως προς το attitude.
Το μουσικό τοπίο αλλάζει από τραγούδι σε τραγούδι, καθώς το post-rock εναλλάσσεται με την electronica, το ska και η reggae με το ρεμπέτικο, το rock και το punk με το hip-hop, σχηματίζοντας ένα όλο συνοχή, γεμάτο χρώματα παζλ, τόσο πολύχρωμο όσο το εξώφυλλο του άλμπουμ μα και η σύγχρονη αστική καθημερινότητα. Το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το “Κιούμπρικ”, είναι μια electro post-rock έκρηξη θυμού και μελαγχολίας, ακολουθούμενο από το “Βρώμικο”, ένα από τα πιο εμπνευσμένα hip-hop κομμάτια που έχουν γραφτεί ποτέ. Κι ύστερα, όσο το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο, συναντάμε το jazzy-funky “Βουντού”, το rock “Αρτίστα”, το ανατολίτικο, βλέπε ταινία-Δαλιανίδη, “Μάρθα Καραγιάννη”, το βγαλμένο από τους δρόμους του Μεξικό “Δεν Είναι Αργά”, το καλοκαιρινό reggae-rock “Και Tι Έγινε”, το σκοτεινό και ατμοσφαιρικό bonus track “Κλουβιά Με Ρόδες”. Μικρά και μεγάλα αριστουργήματα, συγκλονιστικές συνθέσεις πάνω στις οποίες ρέει αβίαστα η φωνή του Νικήτα Κλιντ. Άλλοτε προκαλεί παίζοντας με τον αισθησιασμό και την αυθάδεια και άλλες στιγμές απλώς οργίζεται -πάντοτε όμως με στιλ.
Μέσα από αυτήν την πολυσυλλεκτικότητα (η οποία σε μικρότερο βαθμό υπήρχε και στο προηγούμενο άλμπουμ), οι Ρόδες απομακρύνονται από το ύφος που τους έδωσε την ταμπέλα hip-hop, κάτι που γίνεται ίσως και ασυνείδητα, ως μια ανάγκη για εξέλιξη και πιο πολύπλευρη έκφραση. Ωστόσο, διατηρούν τη hip-hop θεματική στους στίχους τους, μέσα από ένα ραπάρισμα που θυμίζει εκείνο του Κωνσταντίνου Β. στους Στέρεο Νόβα, με σωστές δόσεις θυμού και τρυφερότητας. Μέσα από την οργισμένη, απογοητευμένη, μα και ρομαντική ματιά του Νικήτα Κλιντ και των υπολοίπων, οι σαφώς πολιτικοποιημένοι στίχοι καταγίνονται με την ελληνική και διεθνή πραγματικότητα -χωρίς να διστάσουν να τη στηλιτεύσουν- μέσω κοινών ανθρώπινων συναισθημάτων και μικρών θλιβερών αληθειών, ειπωμένων με συγκινητικά απλό τρόπο: «Είναι ωραία η ζωή/(μα και πουτάνα μα πόσο λίγη». Άλλοτε απολύτως δεμένοι και άλλοτε πιο χαώδεις, με τη μορφή ασύνδετων φράσεων, δημιουργούν έτσι ένα στιχουργικό αποτέλεσμα πολύ ζωντανό και άμεσο, συχνά βλάσφημο και πορωτικό σαν σύνθημα («τι κοιτά ρε/το δάχτυλό μου σηκώνω/και δε μιλάω για τον αντίχειρα ρε!)», μα ταυτόχρονα και πολύ ευαίσθητο («Που να πηγαίνουν/όλοι το ίδιo άλλοι πεθαίνουν/άλλοι ζούνε και λίγo/για να ανοίξουν φτερά/δεν είναι αργά»). Συνολικά, λειτουργούν είτε ως γήινο αντίβαρο της περίτεχνης, ονειρικής μουσικής, είτε ως υπερβατικό συμπλήρωμα των πιο προσγειωμένων κομματιών που απαρτίζουν αυτό το άλμπουμ.
Ένας δίσκος με 18 τραγούδια είναι πάντα ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς αποτελεί σχεδόν κανόνα ότι θα πέσει στην παγίδα των αδιάφορων κομματιών, τα οποία λειτουργούν ως «γεμίσματα». Οι Ρόδες όμως καταφέρνουν να αποδείξουν με το Silent Disco ότι αποτελούν την εξαίρεση του εν λόγω κανόνα και να κυκλοφορήσουν έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις διεθνείς κυκλοφορίες. Μα πάνω από όλα, πρόκειται για μια δουλειά η οποία αποδεικνύει τη βαθιά μουσική γνώση και το ταλέντο των δημιουργών του. Βουτάνε άφοβα σε πρωτόγνωρα για αυτούς νερά και αναδύονται στην επιφάνεια με ένα θριαμβευτικό και ταυτόχρονα cool χαμόγελο.