Το 2023 υπήρξε μια ιδιαιτέρως αξιόλογη κινηματογραφική σεζόν, με τα ποσοστά “διασποράς” των καλών ταινιών της χρονιάς να είναι αρκετά υψηλά και αρκετές από αυτές να έχουν κερδίσει ήδη μια θέση, όχι μόνο στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, αλλά μάλλον και στις πιο σημαντικές της σύγχρονης κινηματογραφικής ιστορίας (όπως πχ. το Zone of Interest του Βρετανού Jonathan Glazer). Η συνθήκη αυτή βέβαια, δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την πορεία που έχει πάρει γενικότερα η κινηματογραφική τέχνη τα τελευταία χρόνια, κατά την οποία συνεχίζει να βιώνει δυσκολίες και αλλεπάλληλα «χτυπήματα», τόσο σαν προϊόν κοινωνικών εμπειριών, όσο και σαν προϊόν ατόφιας καλλιτεχνικής έκφρασης. Όμως στο διαταύτα, η συντριπτική πλειοψηφία των δυνατών χαρτιών της χρονιάς δεν απογοήτευσαν, ένας σημαντικός αριθμός ανεξάρτητων φωνών βρήκε βήμα να ακουστεί και τα «βαριά» blockbusters υπήρξαν δημιουργίες με λόγο ύπαρξης αντάξιο της καλλιτεχνικής και εμπορικής τους φήμης.
Το Οσκαρικό 2023 θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, επηρεάστηκε, τρόπο τινά, θετικά από την προηγούμενη σεζόν, όπου και είχαμε την εμφανέστατη επέλαση του εμπορικού σινεμά στα μεγάλα βραβεία -και δη τα Oscars- καθώς και την επικράτηση… ασυνήθιστων επιλογών στις μεγάλες κατηγορίες (μια απόδειξη ότι τα σημεία μάλλον των καιρών διαβάστηκαν επαρκώς από τα μέλη της Ακαδημίας). Φέτος, αρκετές εταιρείες παραγωγής φάνηκε πως εμπιστεύτηκαν τους δημιουργούς με το αποτέλεσμα τελικά να τους δικαιώνει, αφού για παράδειγμα, το απόλυτο φαβορί της φετινής Οσκαρικής βραδιάς -για να φτάσουμε σιγά σιγά και στο διαταύτα του θέματος- ένα τρίωρο biopic με θέμα τα έργα και ημέρες ενός… θεωρητικού φυσικού και budget περίπου $ 100 εκατομμυρίων κατόρθωσε να αγγίξει το $1 δισεκατομμύριο παγκοσμίως σε εισπράξεις.
Το έτερο blockbuster δίπλα στο Oppenheimer του Christopher Nolan -έχοντας βέβαια ελάχιστες έως καμία πιθανότητα να το κοντράρει στη πραγματικότητα- είναι η πολυσυζητημένη Barbie της Greta Gerwig, η οποία έχει πλησιάσει το ενάμιση δισεκατομμύριο παγκοσμίως ($ 1.446 δις προς το παρόν) με budget $ 150 εκατομμύρια χονδρικά -με τις δύο ταινίες να μας δίνουν ένα από τα καλύτερα δείγματα σύγχρονου marketing το καλοκαίρι που μας πέρασε (Barbenheimer frenzy), με την Barbie να εκτοξεύει παράλληλα τις πωλήσεις ροζ T-shirts από κάθε fast fashion αλυσίδα ρούχων παγκοσμίως.
Θα έλεγε λοιπόν κανείς πως σε μια εξαιρετική κινηματογραφική σεζόν, το εμπορικό σινεμά στάθηκε όχι μόνο στο ύψος του από πλευράς εισπράξεων και ποιότητας, αλλά σε συνδυασμό με τον ελαφρύ περιορισμό των streaming υπηρεσιών στις προτιμήσεις των θεατών, σαν’ να συμπαρέσυρε μαζί και μερικές από τις υπόλοιπες Οσκαρικές ταινίες της χρονιάς -με το σινεφίλ κοινό να επιβραβεύει στα ταμεία δημιουργίες που έσπασαν τη νόρμα της «Οσκαρικής» ή «Φεστιβαλικής» ταινίας και έδωσαν κάτι φρέσκο και τονωτικό, τόσο στους θεατές όσο και στο ίδιο το σινεμά: Το Poor Things του δικού μας Γιώργου Λάνθιμου κατάφερε, όχι μόνο να αποσπάσει 11 Οσκαρικές υποψηφιότητες, αλλά και να ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια σε εισπράξεις παγκοσμίως ($ 105.7 εκ.) με ένα «πενιχρό» budget $ 35 εκατομμυρίων. Kαι όλα αυτά, όντας ένα γνήσια κωμικό, αλλά και ουσιαστικά τολμηρό θέαμα με μια ατόφια προσωπική καλλιτεχνική αντίληψη πάνω στο θέμα της γυναικείας χειραφέτησης -παρά τις επιμέρους φιλελεύθερες και κάπως συντηρητικές συμβάσεις στο αμιγώς φεμινιστικό πλαίσιο που έθεσε γύρω από το ταξίδι της ηρωίδας του.
Το Maestro του Brandley Cooper και της μύτης του -η, κατά γενική ομολογία, μοναδική σοβαρή παραφωνία στην κατηγορία του Oscar Καλύτερης Ταινίας- παρότι παραγωγή Netflix και με επιλογή θέασης στη τηλεοπτική του πλατφόρμα έναντι της αίθουσας, έγινε μάλλον η πιο επικερδής στα ταμεία παραγωγή του streaming κολοσσού με $ 821 εκατομμύρια παγκοσμίως -έναντι ενός budget $ 80 εκατομμυρίων.
Οι υπόλοιπες ταινίες της Οσκαρικής 10άδας Καλύτερης Ταινίας, μπορεί να μην έφεραν νούμερα που «ζαλίζουν» σαν τις 4 προαναφερθείσες, όμως πχ. τα $ 29.6 εκατομμύρια εισπράξεων του Anatomy of a Fall (μια Γαλλική ταινία με budget $ 6.7 εκατομμύρια, νικήτρια του φετινού Φεστιβάλ των Καννών, υποψήφια σε όλες σχεδόν τις μεγάλες κατηγορίες και με τον αέρα της «δυσπρόσιτης» auteur δημιουργίας για το ευρύ κοινό) δεν είναι κάτι που μπορεί να περάσει απαρατήρητο ως επίτευγμα. Το ίδιο και για μια από τις πιο ευχάριστες «μικρές» εκπλήξεις της σεζόν, το γλυκό-πικρο Past Lives της Celine Song, το οποίο διπλασίασε σχεδόν το budget του στα ταμεία ($ 26.6 εκατομμύρια έναντι $ 12). Τα The Holdovers, The Zone of Interest και American Fiction έβγαλαν τα έξοδα τους σε ικανοποιητικό βαθμό, ενώ η μοναδική ταινία που εν τέλει δεν κατάφερε να δικαιολογήσει ταμειακά το budget των $ 200 εκατομμυρίων της (το μεγαλύτερο από όλες τις ταινίες της δεκάδας) ήταν το Killers of the Flower Moon του θείου Marty -ένα βαρύ ιστορικό δράμα σχεδόν τεσσάρων ωρών, που πιθανότατα αποθάρρυνε λόγω θεματολογίας την πλειοψηφία των θεατών από το να το παρακολουθήσουν στις αίθουσες, προτιμώντας αντ’ αυτού τη συνδρομητική πλατφόρμα του AppleTV+.
Και όμως, πέρα από αυτήν την άχαρη παράθεση αριθμών, εξαιρώντας πάντα τον Brandley Cooper και εκείνο το τεράστιο red flag ανάμεσα στα μάτια του (καθώς πάντα θα πρέπει να υπάρχει στις Οσκαρικές κατηγορίες μια ταινία που να θυμίζει τον βαθύ συντηρητισμό που ανέκαθεν δίεπε τον θεσμό, είτε αυτό λέγεται Driving Miss Daisy, είτε Coda, είτε Crash), τα Oppenheimer, Barbie, Poor Things, Anatomy of a Fall, The Holdovers, The Zone of Interest, American Fiction και Killers of a Flower Moon είναι μια 9άδα ταινιών που δεν συναντά εύκολα κανείς σε πρόσφατες απονομές. Ίσως θα χρειαστεί κανείς να ανατρέξει στο μακρινό 2004 για την αμέσως προηγούμενη χρονιά όπου στην τότε Οσκαρική 5άδα Καλύτερης Ταινίας συναντούσε κανείς τόσο μεστή ποιοτικά συνάθροιση ταινιών για το Oscar Καλύτερης Ταινίας -σε ποσοστό τουλάχιστον του 80% του συνόλου τους (Lord of the Rings: Return of the King, Lost in Translation, Master and Commander, Mystic River και Seabiscuit στο ρόλο του Maestro και του θαύματος της σύγχρονης τέχνης του prosthetic make up στο πρόσωπό του). Το Oppenheimer έχει βάλει ήδη πλώρη ως μια από τις καλύτερες ταινίες του δημοφιλέστερου σκηνοθέτη του σύγχρονου Αμερικανικού σινεμά -και υπεύθυνου για την ανανέωση της δομής των σύγχρονων blockbusters- το Barbie, με τη σειρά του, είναι ένα από τα πιο διασκεδαστικά mass movie experiences των τελευταίων πολλών ετών και σίγουρο σημείο αναφοράς στην pop κουλτούρα του 21ου αιώνα- το Poor Things επίσης έχει κατακτήσει ήδη μια θέση ανάμεσα στις καλύτερες κινηματογραφικές δημιουργίες των ‘20s, πέραν του ότι, συν τοις άλλοις, θα μνημονεύεται και για τον ρόλο του στην από-συντηρητικοποίηση του σύγχρονου Hollywood, αν και εφόσον αυτή επέλθει τα επόμενα έτη- τα Zone of Interest και Anatomy of a Fall θα πρέπει ήδη να θεωρούνται ταινίες – τομή στον παγκόσμιο σινεμά, ενώ τα Holdovers και American Fiction δυο άξιοι εκπρόσωποι του σύγχρονου καλού Αμερικάνικου σινεμά και άξιοι διεκδικητές του μεγάλου βραβείου, εάν ο ανταγωνισμός δεν ήταν τόσο υψηλός. Τέλος, το The Killers of the Flower Moon μπορεί να δείχνει σαν ο μεγάλος χαμένος της βραδιάς (δεδομένου ότι είναι μια ταινία του Martin Scorsese, με ότι αυτό συνεπάγεται) όμως επί της ουσίας μιλάμε για μια εκ των καλύτερων ταινιών της φιλμογραφίας των τελευταίων 30 ετών του θείου Marty, μια ταινία που σε μια άλλη χρονιά θα σάρωνε σε ότι κατηγορία ήταν υποψήφια.
Η κατακλείδα είναι τελικά πως η φετινή 10άδα Καλύτερης Ταινίας έχει 9 ταινίες, οι οποίες όλες σχεδόν μπορούν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο να δικαιολογήσουν επαρκώς την παρουσία τους σε αυτή τη λίστα έναντι των υπολοίπων που δεν τα κατάφεραν. Τα Oscars, για δεύτερη χρονιά σερί μετά την πετυχημένη τελετή του 2023 και τις τότε ενδιαφέρουσες επιλογές στις τελικές υποψηφιότητες, δείχνουν να βρίσκονται στο σωστό δρόμο -τουλάχιστον στο διαγωνιστικό επίπεδο, καθώς το διοργανωτικό είναι μια άλλη ιστορία. Παραφωνίες και παραλήψεις συνεχίζουν να υπάρχουν, όμως ο θεσμός φαίνεται να βρίσκει ξανά, σε πρώτη φάση, την ισορροπία μεταξύ εμπορικότητας και πιο «ποιοτικών» παραγωγών. Σε δεύτερη φάση, υπάρχει ένα δυνατό άνοιγμα των βραβείων σε ταινίες αντισυμβατικές, εκτός νόρμας και με διάθεση να εξελίξουν το ίδιο το μέσο -τόσο αφηγηματικά, όσο και αισθητικά και αισθαντικά. Μένει το ξημέρωμα της 10ης Μαρτίου να δούμε εάν η Ακαδημία κρύβει καμιά ακόμα έκπληξη στο μανίκι της -ευελπιστώντας πως δεν θα είναι άλλο ένα βρωμόξυλο μεταξύ κακομαθημένων stars ή κάποιο νέο μπέρδεμα φακέλων- και εάν τα 96α Βραβεία Oscar θα φανούν αντάξια μιας, γιατί όχι, από τις πιο αξιόλογες κινηματογραφικές σεζόν των τελευταίων πολλών ετών.