There is no such thing as adventure. There’s no such thing as romance. There’s only trouble and desire.
When you desire something you immediately get into trouble. And when you’re in trouble you don’t desire anything at all.
Ο Hal Hartley μπορεί να θεωρηθεί με ευκολία ως ο πατριάρχης της ανήσυχης πλευράς της ανεξάρτητης σκηνής του αμερικάνικου σινεμά. Έσκασε σαν κομήτης την εποχή που το alternative rock και το VHS μεσουρανούσαν. Ως δημιουργός, διέθετε χαρισματική ματιά και το στυλ του ξεχώριζε από κάθε κινηματογραφιστή της γενιάς του. Ο Hartley κατάφερε και έφτιαξε έναν απόλυτα προσωπικό κόσμο από μοναχικούς ήρωες, τους έριξε σε ιστορίες με μινιμαλιστική δράση, τους έδωσε κοφτό και πανέξυπνο διάλογο από επαναληπτικές ατάκες που έδιναν μια χαμηλόφωνη εκκεντρικότητα στο εκάστοτε genre, είτε ήταν η ρομαντική κομεντί “The Unbelievable Truth” (1990) είτε το οικογενειακό δράμα “Trust” (1991), είτε η κατασκοπική περιπέτεια Amateur (1994). Η σπάνια ιδιοσυγκρασία και η μοναδικότητα του στυλιζαρίσματος βρίσκονται σε καλλιτεχνική κορύφωση στο “Simple Men” (1992). Η ιστορία της ταινίας αφορά δύο αδέλφια, τον Bill και τον Dennis, οι οποίοι καταζητούνται από την αστυνομία. Η αινιγματική περσόνα του πατέρα τους και μια προδοσία από την πρώην γυναίκα του Bill, τους κάνει να δεχθούν ότι δεν υπάρχει τίποτα εκτός από μπελάδες και πόθους και αναγκάζονται να φύγουν εξόριστοι. Στον δρόμο θα σταματήσουν σε ένα απομακρυσμένo Diner, όπου ο Bill θα ερωτευτεί την ιδιοκτήτρια.
Όπως κάθε σημαντικός καλλιτέχνης, έτσι και ο Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης, παρόλο που αποτελούσε την επιτομή του cool, αντλούσε έμπνευση απ' την παράδοση. Ο εκκεντρικός τρόπος ερμηνείας των ηθοποιών και το αποστασιοποιημένο ύφος με το οποίο εκστόμιζαν τις ατάκες τους, θυμίζει τον Bresson. Η εφευρετικότητα του μοντάζ, φέρνει στο μυαλό την πρώτη χρυσή εποχή του Godard. Αυτός ήταν και ο λόγος που χρησιμοποιούσε μια μικρή ομάδα από ηθοποιούς σε κάθε ταινία. Οι ηθοποιοί που μοιράζονταν τους ρόλους του και αποτελούσαν τον «ολιγομελή θίασο Hartley» ήταν απόλυτα εναρμονισμένοι στην ιδιοσυγκρασία των ταινιών του.
Στο “Simple Men” η χορογραφία των μηχανικών κινήσεων των ηθοποιών, η απόλυτη γεωμετρία στο χειροποίητο πλάνο, το κοφτό μοντάζ, ο ελλειπτικός διάλογος που μοιάζει να τρέχει σε δύο χρόνους και το εναλλασσόμενο πινγκ-πόνγκ ατάκας που τείνει σε συχνές επαναλήψεις, αποτελούν τις σκηνοθετικές επιλογές που κάνουν το έργο αψεγάδιαστο και ανθεκτικό στη φθορά του χρόνου. Ακόμα και στην εποχή της πλαστικής 3D τεχνολογίας, τα διεισδυτικά κοντινά και τα γεωμετρικά μετρημένα πλάνα του Simple Men είναι χάρμα οφθαλμών. Οι ήρωές του παλεύουν με τις λανθάνουσες φιλοδοξίες τους και το αίσθημα αποξένωσης. Υπάρχει ένα βαθύ αίσθημα απόγνωσης και ματαιοπονίας στο έργο του. Η γλώσσα γίνεται το εργαλείο που τα παραπάνω νοήματα που αντιπαρατίθενται με την αλληλεπίδραση των ηρώων. Ο ρεαλισμός και η αληθοφάνεια των καταστάσεων δεν τον αφορά. Τον αφορούν οι ήρωες και η ακεραιότητα της συναισθηματικής ευφυΐας τους.
Ο Hartley κινηματογραφεί με στέρεα και στατικά πλάνα. Υποδεικνύει το που θα στρέψει το βλέμμα του ο θεατής. Σε αυτό θυμίζει έναν άλλο πρωτοπόρο της ανεξάρτητης σκηνής του Αμερικάνικου σινεμά, τον Jim Jarmusch. Όμως αντίθετα με την ποιητική και αφηρημένη ματιά του Jarmusch, τα πλάνα του Hartley είναι πιο χορογραφημένα. Ο διάλογος είναι ελλειπτικός και βαθυστόχαστος μέσα στη χαλαρότητα και το μπλαζέ ύφος και συνήθως διακόπτεται από τους μοναχικούς ήχους μιας ηλεκτρικής κιθάρας στο soundtrack.Συχνά οι ήρωες στρέφουν το βλέμμα μακριά από τον συνομιλητή τους όταν του απευθύνονται. Παίρνουν αντίθετες στάσεις και τα βλέμματα είναι απαθή. Καμιά φορά βλέπουμε το ύφος και τις αντιδράσεις μόνο αυτού που ακούει και σχεδόν πάντα τα close-up στα πρόσωπα και η κίνηση των σωμάτων αλληλοσυμπληρώνεται. Οι no-budget περιορισμοί μετατρέπονται στο αισθητικό πλεονέκτημα.
Σαν γνήσιο πνευματικό παιδί του Godard, ο Hartley θα αποδομήσει τη γραμμική αφήγηση για χάρη του εγκεφαλικού σχολιασμού. Θα στήσει ολόκληρες σκηνές από μια «μερική οπτική» της δράσης, οι γωνίες λήψεις θα περιορίσουν τις πληροφορίες για τον χώρο και η εικόνα με τον λόγο θα συγχρονιστούν. Όμως οι δυο σκηνοθέτες έχουν και μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Σε αντίθεση με τον πομπώδη παρεμβατικό λόγο και την ποιητική διαλεκτική του Godard, ο Hartley προσδίδει ξεκάθαρα κίνητρα στους ήρωες, τους βάζει σε γνώριμο πλαίσιο δράσης και κάνει τον θεατή να οικειοποιηθεί τις αγωνίες τους. Ο Hartley συντονίζει τη δράση με την αντίδραση ενώ ο Godard αδιαφορεί για τα πλάνα αντιδράσεων, ο Hartley βλέπει οικογενειακό τραύμα εκεί που ο Godard βλέπει ταξική φθορά, ο Hartley εκφράζει ανησυχίες εκεί που ο Godard μιλάει προφητικά.
Ο Hartley δεν έγινε το icon που θα έπρεπε να γίνει. Οι πιο πολλές ταινίες του δεν μπορούν καν να βρεθούν σε DVD. Δεν μπορούσε να γίνει media whore σαν τον Kevin Smith ή να απορροφηθεί από το mainstream σαν τον Richard Linklater. Απέφυγε τα media και από ίνδαλμα χάθηκε στην αφάνεια και τους πειραματισμούς. Θα ήταν κανονική παραφωνία σε μια σύγχρονη κινηματογραφική πραγματικότητα όπου αντιπροσωπευτικό δείγμα ανεξάρτητου σινεμά θεωρείται το Little Miss Sunshine ή το Juno. Είναι πολύ διαφορετικός για να μιλήσει στη γενιά του YouTube και πολύ σπάνιος ακόμα και για τους σινεφίλ θεατές που “πιάνουν” τους Coen. Όμως μια ταινία σαν το Simple Men δεν είναι προϊόν της εποχής της. Έχει μια διαχρονική και παγκόσμια ποιότητα που οι επαναληπτικές θεάσεις της, 26 χρόνια μετά, κάνουν όλο και πιο φανερή. Το Simple Men προσπερνά τα εφήμερα trend και παραμένει ο ορισμός του μοντέρνου, του hip, του quirky, του προχωρημένου και του… post everything.
Ο ήρωας που υποδύεται ο Martin Donovan σε έναν παροξυσμό πανικού και οργής θα φωνάξει ότι δεν αντέχει την ησυχία. Στο επόμενο πλάνο οι ήρωες θα επιδοθούν σε ένα ξεκούρδιστο χορευτικό νούμερο πάνω στο Cool Thing των Sonic Youth. Στο ίδιο πλάνο θα παρεμβληθούν ο Bill και η Kate όπου θα τους δούμε σε έναν χορό σαγήνης, δισταγμού και υπόγειου φλερτ. Ας φανταζόματε ότι θα χορεύουμε για πάντα, παρέα με τους ήρωες, σε αυτή την αιώνια σκηνή.
{youtube}_3WXqBdjSLw{/youtube}