Αν πηγαίνεις στα μουσικά φεστιβάλ για την όλη «εμπειρία» (για να αράξεις στο γρασίδι, για να τσιμπήσεις και να πιεις τίποτα, για να τα πεις με φίλους κλπ.), η 2η μέρα του φετινού Rockwave ήταν μια χαρά –εξαιρώντας τον καύσωνα, φυσικά. Αν όμως ανήκεις στους «περίεργους», όσους θέλουν δηλαδή να ακούσουν ενδιαφέρουσα μουσική, να συγκινηθούν και να ενθουσιαστούν, τότε μάλλον το 8ωρο+ που ξόδεψες στη Μαλακάσα δεν είχε πολλά να προσφέρει. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Την αυλαία της Vibe Stage άνοιξαν στις 16:00 οι Amnesia Pills, ένα πολύ νέο αθηναϊκό γκρουπ. Οι 5 μουσικοί το πάλεψαν αρκετά, παρά την απίστευτη ζέστη αλλά και το κρασάρισμα του Mac του πληκτρά τους, το οποίο «έφαγε» αρκετό χρόνο από το set. Κατάφεραν λοιπόν να δώσουν μια ευχάριστη νότα στην έναρξη, αν και φάνηκαν να χρειάζονται περισσότερο δέσιμο μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, διαθέτουν μια στιβαρή rhythm section και στο πρόσωπο του Γιώργου Μπίλιου έχουν βρει έναν αρκετά σίγουρο frontman. Οπότε, αν καταφέρουν να φτιάξουν και συνθέσεις που να μην αναμειγνύουν απλώς διάφορα indie pop/rock κλισέ, θα πάνε μια χαρά στη συνέχεια.
Μέχρι να ανέβουν στη σκηνή οι She Tames Chaos, ο ήλιος είχε χαμηλώσει κι έλουζε πλέον (ή έψηνε, καλύτερα) ολόκληρη τη Vibe Stage. Η Εύη Χασαπίδου και η παρέα της, βέβαια, δεν μάσησαν –είχαν άλλωστε εξοπλιστεί και με μεγάλα καουμπόϊκα καπέλα. Παρουσιάζοντας το υλικό από το περσινό τους ντεμπούτο Oh Fair Father Where Art Thou?, απέδειξαν ότι κατέχουν πολύ καλά αυτό που κάνουν. Ειδικά η μπροστάρισα, δεν άφησε καμιά αμφιβολία για το ότι παραμένει μια απίστευτα ικανή ερμηνεύτρια, αλλά και μια γεμάτη ενέργεια προσωπικότητα, η οποία δεν δίστασε να πέσει στα πατώματα, ακόμα κι όταν αυτά καίγανε και τσουρουφλούσαν. Αν πάντως στη συνέχεια δούμε τη φωνή της να εντάσσεται σε ένα λιγότερο αγκιστρωμένο στα 1990s ηχητικό κάδρο, θα χαρούμε ακόμη περισσότερο.
Με το ρολόι να δείχνει 17:15, ο λιγοστός κόσμος που είχε απλωθεί στις σκιές των δέντρων απέναντι από τη Vibe Stage άρχισε να μετακινείται προς Terra Stage μεριά, όπου μετά από λίγο θα ξεκινούσαν το set τους οι Last International Playboys. Η εξαμελής μπάντα –νικήτρια ενός live διαγωνισμού που διοργάνωσε ο Red FM– εμφανίστηκε τεχνικά άψογη και με την προσθήκη δύο κυριών στα δεύτερα φωνητικά, παρουσιάζοντας τραγούδια από το ντεμπούτο EP της Foreplay. Θα έλεγα ότι αποτελούν μια κατεξοχήν ραδιοφωνική πρόταση, με δυνατότητες για υπηρέτηση διαφόρων διαθέσεων, η οποία, πάντως, δεν κατάφερε να αφήσει το παραμικρό αποτύπωμα στη ροή της βραδιάς· τουλάχιστον σε ό,τι με αφορά.
Επιστρέφοντας στη μικρή σκηνή του Terra Vibe για χάρη των Tango With Lions, είχα ιδιαίτερη περιέργεια για την πρώτη μου συναυλιακή επαφή με την ομάδα της Κατερίνας Παπαχρήστου. Οφείλω να πω ότι δεν απογοητεύτηκα, καθότι και η Παπαχρήστου ήταν καλή –με την ανεπιτήδευτη φωνή της να κερδίζει άνετα τις εντυπώσεις– αλλά και οι 4 μουσικοί που τη συνόδευαν σε κιθάρα, μπάσο, τρομπόνι και τύμπανα απέδωσαν μια χαρά. Ακούστηκαν τραγούδια και από τα 2 άλμπουμ τους (“House On Fire”, “Slippery Roads”, “In A Bar” κ.ά.), αλλά και μία νέα σύνθεση (“What You’ve Become”) από τον 3ο τους δίσκο, που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο. Είναι καλή μπάντα στο live οι Tango With Lions· αν διέθεταν και πιο ενδιαφέροντα, πιο περιπετειώδη τραγούδια, θα μπορούσαν να πάνε πολύ πιο μακριά.
Καθώς η ώρα πλησίαζε 19:00, κι ενώ επέστρεφα προς τη μεγάλη σκηνή για την εμφάνιση των Fat White Family, άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί, αντί να δροσίζει, η ατμόσφαιρα έμοιαζε να ζεσταίνεται περισσότερο. Ο καύσωνας είχε κατέβει με άγριες διαθέσεις στη Μαλακάσα, κι αν δεν υπήρχαν οι δροσερές κοπέλες που κέρναγαν δροσερές κοκα-κόλες («απολαύστε μια παγωμένη Coca-Cola» ήταν το ποιηματάκι που άκουσα 4-5 φορές εκείνη τη μέρα), δεν ξέρω πώς θα την πάλευα.
Εδώ που τα λέμε, και οι Λονδρέζοι απάλευτη πρέπει να τη βρήκαν την κατάσταση. Δεν εξηγείται αλλιώς η απίστευτα ρέμπελη (έως ξεχαρβαλωμένη) διάθεση με την οποία παρουσιάστηκαν στη σκηνή, παίζοντας για μόλις 37 λεπτά (από τα 60 που έλεγε το πρόγραμμα). Ο φρόντμαν Lias Kaci Saoudi εμφανίστηκε χωρίς μπλούζα, με γυαλί ηλίου, μπύρα στο χέρι και μπλαζέ στάση, ξεκινώντας με το “Touch The Leather”, στο οποίο φάνηκε αμέσως ότι κάτι δεν ήταν όπως θα έπρεπε –με βάση τουλάχιστον όσα ακούγονται στις ηχογραφήσεις του γκρουπ. Απουσίαζε δηλαδή εντελώς η όποια στακάτη ρυθμικότητα: στη θέση της υπήρχε μια τεχνική ξυλοκόπου, η οποία δύσκολα ξεχώριζες αν οφειλόταν στη ζέστη ή σε κάτι άλλο.
Σηκώνοντας τα χέρια ψηλά με την περίπτωση των Fat White Family, εγκατέλειψα τη θέση μου για να τσεκάρω τη φωτογράφο μας Ντιάνα Καλημέρη, η οποία, έπειτα από μια επίθεση κουνουπιού που της προκάλεσε αλλεργική αντίδραση, είχε υποστεί και θερμοπληξία –είπαμε, ο καύσων είχε άγριες διαθέσεις εκείνη τη μέρα. Ευτυχώς το ιατρικό team του χώρου την είχε φροντίσει άμεσα και αποτελεσματικά.
Κι έτσι επέστρεψα ήσυχος στη Vibe Stage, όπου οι Cigarettes After Sex έκαναν ακόμα soundcheck –μπροστά σε μέγα πλήθος, λόγω της νωρίτερης λήξης του προηγούμενου set. Όταν τελικά ήρθε η ώρα να τους ακούσουμε κανονικά, ήρθε και η συνειδητοποίηση ότι η τετράδα αυτή έχει γράψει μόλις ένα τραγούδι, το οποίο επιμένει να αναπαράγει ξανά και ξανά. Δεν ξέρω τι τους βρίσκουν οι κάμποσοι ενθουσιώδεις φίλοι τους, που είναι αλήθεια ότι τους επευφημούσαν, πάντως κατά τη γνώμη μου οι Αμερικανοί είναι απίστευτα βαρετοί και σίγουρα ακατάλληλοι για τέτοιου είδους φεστιβάλ. Με την εμφάνισή τους να διαρκεί 1 ώρα, δεν άντεξα κι έσκυψα να φιλήσω τα άγια χώματα της Μαλακάσας, σε ένδειξη μετανοίας για τα κρίματα, τα οποία προφανώς έπρεπε να πληρώσω...
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, και με πολύ κόσμο να φτάνει στο Terra Vibe εκείνη τη στιγμή, είχε φτάσει η ώρα του λατρεμένου στα μέρη μας Sivert Høyem. Με το σκοτάδι να έχει πια πέσει και τη δροσιά να κάνει επιτέλους αισθητή την παρουσία της, ο Νορβηγός ξεκίνησε δυνατά με το “Look Away Lucifer” από τα χρόνια των Madrugada και συνέχισε κρατώντας την ενέργεια στα ύψη. Παρότι ο ήχος των τυμπάνων ήταν προβληματικός, η εμφάνισή του υπήρξε ιδιαίτερα πυκνή, με τον ίδιο να μοιάζει σε φοβερή υπερένταση και να δίνει τη μία ηλεκτρισμένη performance μετά την άλλη.
Παρότι δεν ήταν για να βάλεις τα κλάματα, η παρουσία του Høyem διέθετε κάτι που είχε ουσιαστικά λείψει μέχρι εκείνο το σημείο: προσωπικότητα. Όντας σπουδαίος τραγουδιστής και ενεργητικότατος επί σκηνής, ο τύπος αυτός βρίσκει τον τρόπο να κρατάει τα βλέμματα καρφωμένα πάνω του. Εκτός των άλλων, δεν υπήρξε και καθόλου σνομπ, καθώς κατέβηκε και στον κόσμο για να σφίξει χέρια, ενώ έπαιξε και διάφορα πράγματα, από “Electric” και “Majesty” (ιδιαίτερα δυνατή στιγμή αυτή), μέχρι “Black & Gold” και “Sleepwalking Man”, κλείνοντας εν μέσω επευφημιών με το “Moon Landing”.
23:00 νταν ανέβηκαν στη σκηνή οι Placebo, και ξεκίνησαν με το “Pure Morning”, πετυχαίνοντας κάτι που δεν περίμενα με τίποτα εκείνη τη στιγμή: την πρώτη αληθινή ανατριχίλα της βραδιάς. Δυστυχώς ήταν και η τελευταία, όμως, αφού το υπόλοιπο μιαμισάωρο κύλησε χωρίς την παραμικρή άλλη συγκίνηση. Μπορεί η απόδοσή τους να ήταν επαρκέστατη, μπορεί τα φώτα και οι βιντεοπροβολές να έδιναν και να έπαιρναν, όμως υπήρχε κάτι το άψυχο στο όλο θέαμα/ακρόαμα. Ο Brian Molko και οι μουσικοί του απλώς πέρναγαν από το ένα τραγούδι στο επόμενο, οι βαστάζοι έτρεχαν πέρα-δώθε κουβαλώντας τις κιθάρες τους κι ο κόσμος αδυνατούσε να ενθουσιαστεί. Ως εξαίρεση αυτής της κατάστασης υπήρξε μόνο το “Without You I’m Nothing”.
Δεν μπόρεσα έτσι να αποφύγω την επαναφορά στη μνήμη μου εκείνης της πρώτης εμφάνισης του γκρουπ στο Rockwave, τον Ιούλιο του 1999. Τότε που, ως τρίο (χωρίς έξτρα μουσικούς, όπως τώρα) ήταν ακόμα επικίνδυνοι, που οι κιθάρες τους έκοβαν και η γλώσσα του Molko έσταζε φαρμάκι. 20 χρόνια μετά, οι Placebo είναι μία εντελώς άλλη οντότητα, σίγουρα περισσότερο επαγγελματική, μα διόλου ενδιαφερουσα πια. Αν μπει δε στην εξίσωση και το γεγονός ότι στο encore έπαιξαν μόλις ένα τραγούδι (“Running Up That Hill”) κι έφυγαν χωρίς να δώσει στον κόσμο το “Every You, Every Me” ή το “Meds”, μιλάμε για εμφάνιση που κρίνεται τελικά απογοητευτική –ακόμα και για κάποιον που δεν έτρεφε ιδιαίτερες προσδοκίες από εκείνη.
{youtube}y0Gb-oe_0Sg{/youtube}