TUNNEL STAGE
Black Athena, Flökosh / του Δημήτρη Μεντέ
Το Winter Plisskën 2016 ξεκίνησε στο Tunnel με το DJ set των Black Athena, τους οποίους κι ακολούθησε έπειτα o Flökosh: αμφότεροι, προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια ευρωπαϊκή διάθεση καλοπέρασης σε κλειστό χώρο. Φέρνοντας μια αισθητική βερολινέζικου πάρτυ, με adidad, γεωμετρικα κουρέματα και slav aesthetics. Ο Flokösh βέβαια αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα με την κονσόλα, το οποίο όμως λύθηκε γρήγορα, οπότε και επέστρεψε στην προσπάθεια της δημιουργίας club ατμόσφαιρας. Που ήταν όμως δύσκολο, όπως και να 'χει, μιας και ήταν μόλις 20.30.
Error404 / του Βαγγέλη Πούλιου
Εδώ το σκηνικό ήταν πολύ διαφορετικό σε σχέση με τη Nalyssa Green, η οποία ακουγόταν παράλληλα από το αίθριο (δες παρακάτω, στο Republic stage) –και νομίζω πιο ταιριαστό με το κλίμα του Plisskën 2016. Ο Error404 έριχνε (ως επί των πλείστων) παχιά και αργοκίνητα beat, με αρκετή φαντασία, αν και χωρίς να ξεφεύγει ιδιαίτερα από τη γραμμή που είχε εξαρχής χαράξει.
Δυνητικά, πάντως, το χιπ χοπ του Αθηναίου beatmaker (ο οποίος συνεργάζεται με τη δραστήρια ομάδα των Black Athena) μπορούσε να βάλει τα πράγματα σε μια κάποια κίνηση, ασχέτως αν το αραιό ακροατήριο περισσότερο χρησιμοποίησε τη μουσική του ως υπόκρουση για χαλαρή κουβεντούλα. Ζέστανε πάντως την ατμόσφαιρα ο Error404 και έστρωσε τον δρόμο για τους Ath Kids, το σετ των οποίων πρέπει να ήταν η πρώτη χρονικά θετική έκπληξη για φέτος.
Ath Kids, Strange U / του Γιάννη Καγκελάρη
Οι Ath Kids ήρθαν σε ευθεία σύγκριση με τον Strange U (που τους ακολουθούσε στο πρόγραμμα), κερδίζοντας τις όποιες προσωπικές εντυπώσεις στην πνιγηρή σκηνή του Tunnel. Η αλήθεια είναι πως οι εναλλαγές από υψηλές θερμοκρασίες σε χειμερινό ρίγος δεν ευδοκιμούσαν στη μύηση των παρευρισκομένων, αλλά μένει επίσης γεγονός η απουσία κατάλληλων πολυχώρων για αντιστοίχως φιλόδοξα εγχειρήματα στην Αθήνα.
Οι διαδοχικές μετακινήσεις ανέδειξαν τις ρυθμοδαμαστικές διαθέσεις των Ath Kids να μας καθηλώνουν με μεγαλύτερη ευκολία, καθότι το set περιείχε μέχρι και ενθουσιώδεις παρευρισκόμενους (με χαρακτηριστικό επί σκηνής στιγμιότυπο να ανεβάζει υδρατμούς κατακόρυφα). Το δε flow επί πλευράς εκφάνσεων του Strange U σύσφιγγε με τη σειρά του ρίμες και αναδρομές κλιμακώμενα, με τις αναμενόμενες «πικάντικες» πινελιές του να εμπλουτίζουν λίαν σπαρταριστά ηχοτρόπια και λοιπές επιβολές.
REPUBLIC STAGE
Μέντα / του Δημήτρη Μεντέ
H «υπαίθρια» σκηνή του φεστιβάλ στην Πειραιώς 127 εγκαινιάστηκε από τους δικούς μας Mέντα και τη ρετρό ηλεκτρονική τους ποπ. Παρόλο που έπαιξαν για δέκα νοματαίους, μετέφρασαν επιτυχώς την κινηματογραφική αισθητική της μουσικής τους (έχουν μάλιστα και νέο ΕΡ), χάρη κυρίως στο αργό χτίσιμο της έντασης.
Τα σύνθια τους, αλλά και τα κιθαριστικά riffs, κατάφεραν να τραβήξουν την προσοχή των «απλά παρόντων» στην αυλή και έκαναν πολλά μυστακιοφόρα κεφάλια να κουνιούνται στον ρυθμό.
Nalyssa Green / του Βαγγέλη Πούλιου
Καθότι η δική μου είσοδος στο φετινό φεστιβάλ έγινε στο Republic stage, με τη Nalyssa Green να βρίσκεται ήδη στο αίθριο του 127 της Πειραιώς, οφείλω να πω ότι η ιδέα να στηθεί εξωτερική σκηνή Δεκέμβρη μήνα, μάλλον δεν ήταν και η καλύτερη... Μαζί της, βρίσκονταν εκεί άλλοι 3 μουσικοί σε συνθεσάιζερ, κιθάρα και ηλεκτρονικό pad-drum (το οποίο χειριζόταν ο ντράμερ των Chickn), ενώ η ίδια η Green έπαιζε κιθάρα, θέρεμιν και τραγουδούσε.
Αν και είμαστε στην περιοχή εκείνη της indie pop τραγουδοποιίας την οποία προσωπικά βρίσκω βεβαρυμμένη από εκφραστικά κλισέ, το κομμάτι του set που έγερνε προς το trip hop μού φάνηκε αρκετά ενδιαφέρον και καλοδουλεμένο –ομοίως και ορισμένες από τις ενορχηστρώσεις. Όσο όμως κι αν προσπαθούσα να μπω στον μουσικό κόσμο της Nalyssa Green, στίχοι όπως το αμίμητο «κοκτέιλ να σε κάνω με παγάκια / θα σε πιω με δύο καλαμάκια» ενίσχυαν τις αντιστάσεις μου και έξυναν την κυνική πλευρά του εαυτού μου. Σε κάποια φάση σταμάτησα λοιπόν να προσπαθώ και μπήκα στο Tunnel, όπου είχε ήδη ξεκινήσει το set του ο Error404.
The Fog Ensemble / του Γιάννη Καγκελάρη
Οι Θεσσαλονικείς Fog Ensemble αναδύθηκαν ανάμεσα στις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της 1ης μέρας του φεστιβάλ, με την κινηματογραφική shoegaze αντίληψή τους να συγκροτεί νοερές εικόνες –σε πλήρη αντιστοιχία με το ονειρικό συστατικό. Ως μοναδικό ψεγάδι, άλλωστε, θα καταγραφόταν η απουσία ανάλογα περιγραφικών visuals, καθότι τα ολοένα και διαστελλόμενα layers προσέδιδαν μια θαλασσινή, αλλά και εν μέρει νοσταλγική αίσθηση σε συγκερασμό.
Η ίδια η μπάντα έμοιαζε να απολαμβάνει στο έπακρο τον χρόνο της (αν και παρουσιάστηκαν κάπως μαγκωμένοι στο ξεκίνημα), με το εκφραστικό υβρίδιο πίσω από το kit –κάτι μεταξύ ...μανάβη και ντράμερ– να δίνει ώθηση και κέφι στην όλη ζύμωση. Χάριν δε της απουσίας ανάγκης για κλεφτές ματιές στο ρολόι, αποχώρησαν της σκηνής καταχειροκροτούμενοι, ενώ δεν μοιάζει περίεργο πως σε φιλικά «πηγαδάκια» πλήθος παρευρισκομένων σχολίαζαν το απρόσμενο του γεγονότος.
Kooba Tercu / του Γιάννη Καγκελάρη
Σε αντιδιαστολή, η πολυσχιδής φύση των Kooba Tercu παρουσίαζε περισσότερο την υφή μιας χλωμής ασθενικότητας, μιας και ο ανοιχτός χώρος δεν έμοιαζε να υπηρετεί το σύνθετο, πολυσυλλεκτικό μοτίβο του σχεδιασμού τους. Υπολογίσιμη δόση της ουσίας τους, άλλωστε, εξασθενούσε στις στιγμές που επιδίδονταν σε τριπλές τυμπανοκρουσίες ή βυθίζονταν σε περιπετειώδη ηλεκτρονικά περάσματα –στα οποία και το vibe ακόμα, δεν έμοιαζε προκλητικό.
Μεγάλο τμήμα της λεπτομέρειας, όσο και της αισθητικής, χανόταν τελικά στις ασύμβατες συνθήκες της ανοιχτής πλατφόρμας. Κάτι για το οποίο τα μέλη δεν φέρουν βέβαια καμία ευθύνη, μιας και ήταν πασιφανής η επί σκηνής απόλαυση.
AQUARIUM STAGE του Μιχάλη Τσαντίλα
Η νύχτα της Παρασκευής στο 12 της οδού Αλκμήνης, επιφύλασσε πολλές συγκινήσεις για τους φίλους της techno και της dance γενικότερα: 4 DJ/παραγωγοί της διεθνούς σκηνής ακόνιζαν τα μαραφέτια τους και υπόσχονταν ξεβίδωμα μέχρι πρωίας.
Μπούκαρα βιαστικά στο Aquarium, προσπερνώντας τις κοπέλες στην είσοδο που μοίραζαν διάφορα (από προφυλακτικά, μέχρι φωσφοριζέ μπαστούνια), και διέσχισα τον διάδρομο με τους καθρέφτες, για να αντικρύσω τον Laolu να ξεκινάει το σετ του μεσάνυχτα νταν. Η αίθουσα ήταν εκείνη την ώρα εντελώς άδεια από κόσμο και μόνο κανα-δυο άτομα της διοργάνωσης σουλάτσαραν στον χώρο, κάνοντας παρέα στον DJ εκείνες τις πρώτες στιγμές του στα decks. Ο Laolu είδε με ανάλογη χαλαρότητα την κατάσταση: έβαλε το μηχανάκι να παίζει, άναψε τσιγάρο, έπιασε να τακτοποιεί διάφορα πίσω του, κατέβηκε και μια βολτίτσα μέχρι έξω.
Το set πάντως του Νιγηριανο-ελβετού είχε αρκετό ενδιαφέρον, έτσι όπως έμπλεκε την techno με τη house και την πολυρυθμία με κάπως ambient ήχους και samples, θυμίζοντας παζλ jenga, από το οποίο αφαιρούνταν στοιχεία για να ενταχθούν κάπου αλλού στη συνέχεια. Παρότι αρχικά δεν κατάφερε να προσελκύσει όσους μπαινόβγαιναν με ανιχνευτικές διαθέσεις στο Aquarium, μετά το 40λεπτο αιχμαλώτισε τελικά έναν μικρό αριθμό νεαρών, οι οποίοι και εκμεταλλεύτηκαν τον άπλετο χώρο αλλά και τις ολοένα ανερχόμενες ντανσάδικες διαθέσεις του Laolu για να δώσουν ρεσιτάλ χορευτικών κινήσεων. Ανεβάζοντας έτσι και όσους συνέρρεαν σιγά-σιγά στην αίθουσα.
Η Βελγίδα Charlotte De Witte ήταν από τα ονόματα που ο κόσμος περίμενε με πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσει, οπότε διόλου περίεργο δεν μου φάνηκε ότι υπήρξε μαζική εισροή κόσμου στο Aquarium καθώς πλησίαζε η ώρα της. Η νεαρή DJ έδειξε μάλιστα τον χαρακτήρα και τις διαθέσεις της από την αλλαγή κιόλας της σκυτάλης. Η techno της De Witte είναι τσαμπουκαλεμένη και θολή, περασμένη θα 'λεγες αποκλειστικά από βαθυπερατά φίλτρα, αλλά και με μια μελαγχολία, μια νταρκίλα να τη διέπει, εκφερόμενη από συγχορδιακά διαλείμματα, κατά τα οποία ο ρυθμός εξαϋλώνεται. Ισχυρή παρουσία στο set της είχαν και τα φωνητικά, εν είδη παραμορφωμένων samples που τέθηκαν εργαλειακά στην υπηρεσία του ρυθμού.
Ως παρουσία, η De Witte αποδείχθηκε μάλλον συνεσταλμένη, αφού πέρασε σχεδόν όλο το μιαμισάωρό της σκυμένη πάνω από τα μαραφέτια της, λικνιζόμενη ελαφρώς στον ρυθμό και συκώνοντας ελάχιστες φορές το κεφάλι για να αναγνωρίσει με ένα χαμόγελο την αποθέωση των φίλων της. Τα κορμιά πάντως μπροστά της δεν έπαψαν να δονούνται καθ' όλη τη διάρκεια του set, έστω κι αν ήταν πια ...παστωμένα σε μεγάλο βαθμό. Έχω την εντύπωση ότι η ανερχόμενη DJ και παραγωγός επιβεβαίωσε μια χαρά τη φήμη της διά της πρώτης της παρουσίας στα μέρη μας, καθότι και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της απέδειξε, μα και τον ακατάπαυστο ρυθμό της επέβαλε.
3 τα ξημερώματα ήταν η σειρά της Βερολινέζας Ellen Allien να αναλάβει τα ηνία της βραδιάς. Η δική της φιλοσοφία ήρθε σε αρκετά αισθητή αντίθεση με εκείνη της De Witte, δίνοντας τα διαπιστευτήρια ενός ήχου σαφώς πιο φωτεινού και τσαχπίνικου, με έντονες και εύκολα διακριτές μπασογραμμές, και πολλαπλές στρώσεις κρουστών και συνθετητών. Αρχικά το ξανθό παρουσιαστικό της Γερμανίδας έδωσε μιαν εντύπωση αυστηρότητας/ψυχρότητας, που έμοιαζε να μην κολλάει με την πληθωρικότητα της μουσικής της. Συνάμα, στο πρώτο μισό του δίωρου set, η ...εξωγήινη έμοιαζε να μην έχει ως κύριο ενδιαφέρον της να «γραπώσει» το ακροατήριο: περισσότερο προσπαθούσε να απλώσει όλες τις πτυχές του πλούσιου στυλ της.
Στο γύρισμα της δεύτερης ώρας, όμως, το πήγε κι εκείνη προς πιο σκοτεινές ατραπούς, με τα μπάσα να τα δίνουν όλα και το dance πνεύμα να καλεί ευθέως για χτύπημα. Εκεί ήταν που άρχισε και η ίδια να λύνεται και να χορεύει πιο εκδηλωτικά. Έτσι κύλησε το υπόλοιπο της εμφάνισής της, με τα παραμορφωμένα φωνητικά να κάνουν ολοένα και πιο έντονη την παρουσία τους. Ήταν πρώτης τάξεως οι προτάσεις της Ellen Allien εκείνο το βράδυ, καθώς και οι υλοποιήσεις αυτών.
Για να είμαστε ειλικρινείς, βέβαια, το προχωρημένο της ώρας σήμαινε ότι η Γερμανίδα θα παρέδιδε στη διάδοχό της Amelie Lens ένα πολύ μικρότερο κοινό. 5 τα ξημερώματα, λοιπόν, όταν η Βελγίδα DJ στάθηκε πίσω απ' τις κονσόλες, οι θαμώνες είχαν ελαττωθεί σε ποσοστό αισθητά μικρότερο του 1/3 του μάξιμουμ της βραδιάς. Αυτό, φυσικά, δεν την οδήγησε στο να παραδοθεί αμαχητί. Τουναντίον, ξεκίνησε επιθετικά, με την έντονη ατμοσφαιρικότητα να συνυπάρχει με συντριπτικές μπότα/χάι-χατ αλληλουχίες. Ο χορός, λοιπόν, συνεχίστηκε εντατικά από τους εναπομείνατες ηρωικούς θιασώτες της techno, και μακάρι να μπορούσε ο γράφων να πει το ίδιο και για τον εαυτό του. Δυστυχώς, πεντέμιση ώρες ηχητικής, φωτιστικής και ...αέριας επίθεσης στις αισθήσεις, είχαν πλέον κάνει φανερή την καταπόνηση. Επομένως, ό,τι επέμενε από τις δυνάμεις ήταν απαραίτητο για τον δρόμο της επιστροφής.
MAIN STAGE
Psychic Ills / του Δημήτρη Μεντέ
Το main stage άνοιξαν οι Psychic Ills και το ξεχωριστό είδος της ψυχεδέλειάς τους. Οι Νεοϋορκέζοι επιδόθηκαν στο χτίσιμο μιας αργόχτιστης εσωτερικότητας, με μακρόσυρτα και μονότονα παραμορφωμένα φωνητικά, κολλητικές μπασογραμμές και τραγούδια-αντικατοπτρισμούς σε ερημικούς, αμερικάνικους αυτοκινητοδρόμους.
Μεγάλο μέρος της αισθητικής εμφάνισης της μπάντας έχει επωμιστεί η φιγούρα της μπασίστριας Elizabeth Hart, με τη νωχελικότητά της να μπαίνει σε πρώτο πλάνο. H θολούρα που προκάλεσαν οι Psychic Ills δεν υπήρξε καθόλου αποπροσανατολιστική και ίσως σε αυτό να βοήθησε και το σχετικά άδειο Pireaus Academy. Οι χαλαρές τους μελωδίες μεταφράστηκαν έτσι πολύ επιτυχημένα στο διάσπαρτο κοινό, υποδαυλίζοντας πάθη και ξεσηκώνοντας αεράκια. Έδωσαν ένα πολύ καλό εναρκτήριο λάκτισμα στα κυρίως δρώμενα του φετινού φεστιβάλ.
The Four Owls / του Δημήτρη Μεντέ
Σειρά είχαν οι μασκοφόροι Four Owls, με το Piraeus Academy να έχει πλέον μία πολύ πιο γεμάτη πλατεία και τα κάγκελα να έχουν ζωντανέψει περισσότερο, σε σύγκριση με τους Psychic Ills. Το κουαρτέτο των Βρετανών MCs έχει ένα ιδιότυπο μείγμα από διαφορετικά στυλ ρίμας και ρυθμού, όλως παραδόξως, όμως, καταφέρνουν να δέσουν τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά σε ένα συνοχικό θέαμα. Κοφτές και δυναμικές ρίμες, άριστα τοποθετημένα drums στη λούπα και διάσπαρτες κωμικές μπάρες, φτιάξαν μία rap συναυλία ξεσηκωτική και πολύ διασκεδαστική.
Στα highlights τις εμφάνισης προσμετρώνται σίγουρα τα δεξαεξάμπαρα του Fliptrix και η επικοινωνία του σχήματος με το κοινό. Το μόνο ίσως αρνητικό απότοκο των Four Owls ήταν πως θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη διαδραστικότητα μεταξύ των MCs σε θέμα περιεχομένου και εφαπτόμενων στις ρίμες. Οι Βρετανοί κατάφεραν πάντως να δώσουν ένα χορταστικό live διάρκειας 1 ώρας, παρά την καθυστερημένη κατά 20 λεπτά εμφάνισή τους.
Zomby / του Βαγγέλη Πούλιου
Συμφωνώντας με το Pitchfork, τουλάχιστον ως προς τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, θα έλεγα ότι η μουσική του Zomby είναι όντως αρκετά ερμητική. Έτσι, σκοτεινή και περίκλειστη, παρουσιάστηκε και στην κεντρική σκηνή του Plisskën, σ' ένα ωριαίο set ενήμερο από τις σύγχρονες post-dubstep ανησυχίες της Hyperdub, από το αποδομητικό tech-house ή τα breaks της δεκαετίας του 1990.
Ο Βρετανός παραγωγός εμφανίστηκε φορώντας τη γνωστή πλέον μάσκα του Guy Fawkes (η οποία, παρόλο το στυλ, δημιουργούσε κάποια προβλήματα όταν ήθελε να τραβήξει τζούρα απ’ το τσιγάρο του), η μουσική του είχε δύναμη και –σε ορισμένες φάσεις της– ισχυρές χαμηλοσυχνοτικές δονήσεις, αν και νομίζω ότι είχε και μερικά θεματάκια σχετικά με τη διαχείριση των εντάσεων που δημιουργούσε. Η δέσμευσή της πάντως στη σκοτεινή πλευρά του μουσικού φάσματος και η ταυτόχρονη κινητική προδιάθεση, έφτιαχναν ένα ωραίο δίπολο, μέσα στο οποίο ο Zomby στάθηκε αρκετά ικανοποιητικά. Στα συν και τα εξαιρετικά φώτα, που έδιναν τον δικό τους τόνο στο set.
Prefuse 73 / του Βαγγέλη Πούλιου
Ο Guillermo Scott Heren είναι από τους σημαντικούς παραγωγούς των τελευταίων 2 δεκαετιών, ένας από τους βασικούς γεφυροποιούς μεταξύ της κουλτούρας του χιπ χοπ και της προωθημένης electronica της Warp. Προφανώς ήταν και ένα από τα δυνατά χαρτιά της 1ης μέρας του φεστιβάλ, κάτι που σε γενικές γραμμές αποδείχτηκε και από σκηνής –ακόμα κι αν η προσέλευση κρίνεται μάλλον χαλαρή.
Τα ελλειπτικά beat, πάντως, ήταν στη θέση τους, κρατώντας διαρκώς τον ακροατή και την ακροάτρια σε εκείνον τον ελαφρύ και πολύ ευχάριστο μετεωρισμό. Ταυτόχρονα, βέβαια, η μουσική του Prefuse 73 επεδείκνυε και την τάση της να αλλάζει διαρκώς τις συντεταγμένες, όντας πυκνή σε διαφορετικές αναφορές και διαθέσεις. Ένα πολυπρισματικό χιπ χοπ, λοιπόν, με μία –σε γενικές γραμμές– ιδιοφυή διαχείριση (σε επίπεδο αναφορών, εντάσεων ή συχνοτήτων), κάποιες φορές ίσως λιγάκι πολύπλοκο για να το ακολουθήσεις, πάντως πάντοτε αρκετά τολμηρό και μ’ έναν δικό του τρόπο αρκετά εκεί, από ρυθμολογικής άποψης. Ίσως όχι η μουσική που θα «ξεσηκώσει τα πλήθη», μια μουσική, όμως, η οποία κρύβει πολλές μικρές ανταμοιβές, εάν της αφιερώσεις την ακροαστική σου προσοχή.
Tuxedomoon / του Βαγγέλη Πούλιου
Μετά το ωριαίο σετ του Prefuse 73, τα πράγματα στην κεντρική σκηνή θα άλλαζαν ραγδαία. Ίσως γι’ αυτό δόθηκε και μια μεγαλύτερη παύση, αρκετή όχι μόνο για να στηθεί η σκηνή για τους Tuxedomoon, αλλά και για να καθίσει λιγάκι η ηλεκτρονική σκόνη που άφησε στ’ αυτιά μας ο Heren. Η απόσταση έτσι κι αλλιώς μέχρι τα σκοτάδια των Tuxedomoon ήταν μεγάλη –απόσταση που θα γινόταν και χρονολογική, αφού η μπάντα από το Σαν Φρανσίσκο θα έπαιζε το Half Mute, το πρώτο της άλμπουμ από το μακρινό 1980.
Είχε λοιπόν ένα ενδιαφέρον να βλέπαμε πώς τελικά θα διανυόταν αυτή η απόσταση, όσο και το πώς ένας δίσκος του 1980 θα αποκτούσε (αν αποκτούσε) έρεισμα σ’ ένα φεστιβάλ που θέλει να είναι ευθυγραμμισμένο με το τρέχον και το σύγχρονο. Η απάντηση δεν ήταν σαφής σε κανένα από τα δύο ερωτήματα· ωστόσο η εμφάνιση των Tuxedomoon μας έπεισε να μην δώσουμε σημασία.
Φυσικά το Half Mute είναι ένας δίσκος στα όρια του θρύλου κι έτσι μπορεί εύκολα να μιλήσει στο θυμικό όσων μεγάλωσαν στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Νομίζω όμως πως ήταν εξίσου σημαντική η λάιβ ερμηνεία των Tuxedomoon, η οποία –χωρίς να την αλλάζει ιδιαίτερα– έδινε στη μουσική τη ζέση του ζωντανού. Ο Steven Brown, κυρίως με το σοπράνο και το άλτο σαξόφωνο (δευτερευόντως με τα πλήκτρα), ήταν βασική αιτία γι' αυτό (τα φωνητικά του, από την άλλη, ήταν σε κάποια σημεία αρκετά επίπεδα). Βεβαίως, δεν μπορεί να αγνοηθεί ο Peter Dachert, αγέρωχος με το μπάσο του στο κέντρο ακριβώς της σκηνής, όπου κρατούσε στιβαρή τη ρυθμική βάση των συνθέσεων· φυσικά και ο Blaine Reininger, κυρίως όταν ακροβατούσε με το αριστερό του χέρι στη μικροσκοπική ταστιέρα του βιολιού του.
Το abstract “Nazca”, το εμπνευσμένο σόλο του Brown πάνω στη χοροπηδηχτή μπασογραμμή του “Fifth Column” και το μάντρα του “Loneliness” ήταν οι στιγμές που ξεχώρισα· αντίθετα, κομμάτια όπως το “59 to 1” μου φάνηκαν πως είχαν μουσειακό μόνο ενδιαφέρον. Οι Tuxedomoon παίξανε περίπου 1,5 ώρα (μαζί μ’ ένα σύντομο encore), όπερ σημαίνει ότι δεν έμειναν μόνο στο Half Mute, αλλά επεκτάθηκαν και σε άλλα κομμάτια της εποχής (τα “Jinx”, “The Beast” κ.ά.). Δυνατή ήταν, τέλος, κι η διασκευή τους στο “Muchos Colores”, ένα τραγούδι των Ζαπατίστας.
{youtube}lYiW6A3_WdQ{/youtube}