Ποια σημεία του σήμερα στη μουσική βιομηχανία σε ώθησαν να καταπιαστείς με την ιστορία της μουσικής παραγωγής;
Η μουσική βιομηχανία είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ο οποίος τροφοδοτείται συνεχώς με πληροφορίες προκειμένου όχι μόνο να συντηρηθεί, αλλά και να εξελιχθεί. Από το 1857, οπότε και πραγματοποιήθηκε η πρώτη απόπειρα καταγραφής του ήχου, τα γεγονότα δεν σταμάτησαν ποτέ έως και τις μέρες μας. Πρόκειται για έναν αδιάκοπο αγώνα τέχνης και τεχνικής· μία σκυτάλη που περνάει από γενιά σε γενιά, με αποκορύφωμα την ασύλληπτη προσφορά νέων κυκλοφοριών στην εποχή μας, η οποία είναι σχεδόν ακατόρθωτο να τη διαχειριστεί κανείς, ειδικά όταν αναφερόμαστε στις συνδρομητικές υπηρεσίες.
Από την άλλη μεριά, η τελευταία αναφορά πιθανότατα αποτελεί μία μονόπλευρη σύμβαση, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα τον εκάστοτε μουσικόφιλο, ερευνητή κλπ., σχετικά με όσα συμβαίνουν στο μουσικό γίγνεσθαι. Παρομοίως, ένας από τους κύριους προβληματισμούς μου –σε σχέση με το κεντρικό σου ερώτημα– και πριν ξεκινήσω τη συγγραφή του βιβλίου ήταν το πώς αντιλαμβάνομαι ο ίδιος τα όσα διαδραματίζονται στις μέρες μας και αν θα μπορούσα να εντοπίσω (εφόσον υπάρχουν) τα νήματα που συνδέουν σημερινά ακούσματα και εξελίξεις, καθώς και τις όποιες πιθανές συγγένειες ή ομοιότητες, με το παρελθόν. Ήταν ο μόνος τρόπος να τιθασεύσω ως έναν βαθμό τις «άτακτες πληροφορίες» τις οποίες δεχόμουν και βέβαια να ικανοποιήσω την περιέργειά μου. Κάπως έτσι μπήκα σε αυτήν την «περιπέτεια», πιάνοντας τα πράγματα από την αρχή...
Στη συγγραφή του βιβλίου καταπιάνεσαι τόσο με τεχνικά, όσο και με θεωρητικά ζητήματα της μουσικής. Μπορεί η μια γνώση να υπάρξει χωρίς την άλλη;
Αυτό εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίον επιλέγεις να ξεδιπλώσεις τα ιστορικά γεγονότα. Για παράδειγμα, υπάρχουν βιβλία –κυρίως παλαιότερες εκδόσεις– που ασχολούνται αμιγώς με το θεωρητικό κομμάτι της μουσικής ιστορίας ή/και της μουσικής παραγωγής. Σε ανάλογα βιβλία, συνήθως, δεν θα βρεις ενδελεχείς πληροφορίες γύρω από τα τεχνολογικά μέσα και τις τεχνικές, παρά μόνο άκρως ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά γεγονότα και αναφορές. Έπειτα υπάρχουν όσα διαθέτουν μία πιο ενδοσκοπική ματιά στα τεχνολογικά μέσα και ατις τεχνικές, μέσω των οποίων προέκυψε ο πολυπόθητος «νέος ήχος» και κατά συνέπεια νέα μουσικά ρεύματα. Τα εν λόγω βιβλία, τις περισσότερες φορές, προορίζονται για ένα πιο ειδικό αναγνωστικό κοινό, καθώς η μελέτη τους απαιτεί ορισμένες (έστω βασικές) τεχνικές γνώσεις.
Στην Ιστορία της Μουσικής Παραγωγής, έγινε μία προσπάθεια να συνδυαστούν τα ιστορικά και θεωρητικά ζητήματα μαζί με τα τεχνικά θέματα σε ένα σώμα, προκειμένου το βιβλίο να αφορά ένα ευρύτερο φάσμα αναγνωστών. Αυτό δεν έγινε τυχαία ή αυθαίρετα, κάθε άλλο· έγινε θεωρώντας ότι πρόκειται για αλληλένδετα θέματα, τα οποία μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά. Έτσι, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ήδη από τον πρόλογο ότι η συνολική «διάθεση» του κειμένου είναι πολύπλευρη και πρωτίστως διδακτική, ώστε να λειτουργεί σαν μία ενιαία και συμπαγής ιστορία.
Πώς ήταν η διαδικασία συλλογής και καταγραφής όλων αυτών των γεγονότων για την εξέλιξη της τεχνολογίας, με τόση λεπτομέρεια, όπως τα διαβάζουμε στο πρώτο κεφάλαιο; Ποιες δυσκολίες συνάντησες και πώς αντεπεξήλθες;
Η συγκέντρωση και έπειτα η κατανομή των γεγονότων ήταν πράγματι μία επίπονη και άκρως χρονοβόρα διαδικασία. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρουσιάζονται γεγονότα που αφορούν τις τεχνολογίες, τις εταιρείες και τα πρόσωπα που άλλαξαν τον ήχο, με χρονική αλληλουχία από το 1895 έως και τις μέρες μας. Λειτουργεί ως θεμέλιο και βάση για τον αναγνώστη, προκειμένου να προετοιμαστεί κατάλληλα για όσα γράφονται στα επόμενα δύο κύρια μέρη του βιβλίου.
Αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά την πρόκληση να επιλέξω και έπειτα να περιορίσω εκείνα τα γεγονότα –τα οποία κατά τη γνώμη μου έπρεπε να συμπεριληφθούν– σχεδόν απογοητεύτηκα. Το 100% των πηγών που χρησιμοποίησα, βασίστηκε σε αγγλόφωνη βιβλιογραφία και ξένους συγγραφείς. Χρειάστηκαν έτσι περί τα 30 βιβλία και αρκετά άρθρα για να ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος του έργου. Αλλά το δύσκολο μέρος δεν ήταν τόσο η επιλογή, η κατανομή και έπειτα η συγγραφή των στοιχείων σε χρονική σειρά, όσο οι συχνές ασυμφωνίες σε γεγονότα και χρονολογίες μεταξύ των συγγραφέων, για το ίδιο θέμα· όπως βέβαια και οι μυθοπλαστικές αναφορές σε ορισμένες περιπτώσεις. Η αλήθεια είναι ότι, όταν ασχολείσαι συγγραφικά με ένα τέτοιο θέμα, γίνεται πολύ εύκολο να παρασυρθείς από προσωπικές απόψεις, βιώματα και μουσικές προτιμήσεις, αποπροσανατολίζοντας ενδεχομένως στο τέλος τον αναγνώστη.
Περιγράφεις τόσο διεξοδικά τις τεχνολογικές εξελίξεις γύρω από τα πρώτα δισκάκια, τις πρώτες κασέτες, τα πρώτα CD. Θυμάσαι τι ήταν αυτό που έπιασες εσύ πρώτο στα χέρια σου και πώς ένιωσες; Τι παρατηρούσες τότε στην όποια «τεχνολογία», ως παιδί;
Αυτή είναι μία πολύ ωραία ερώτηση! Από μικρός είχα την τάση να παρατηρώ τα πάντα, όπως κάθε παιδί άλλωστε. Βέβαια, οι δίσκοι και τα μουσικά όργανα του πατέρα μου και του παππού μου, μάλλον με ενθουσίαζαν περισσότερο από τα μαγειρικά σκεύη της καλλίφωνης κατά τα λοιπά μητέρας μου! Νομίζω ότι όλη αυτή η εποχή έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου σαν όνειρο. Υπήρχε μία «ηχητική μαγεία»: η μουσική, τα εξώφυλλα, ο ήχος από κάθε δίσκο ή κασέτα, αλλά και από το ραδιόφωνο, με ταξίδευε.
Μεγάλη στιγμή θεωρώ όταν ανακάλυψα μέσα στα βινύλια που υπήρχαν σπίτι, το ανυπέρβλητο Dark Side Οf Τhe Moon των Pink Floyd (1973). Θυμάμαι το άκουγα με ακουστικά σχεδόν κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο. Όλα αυτά, και κυρίως ο τρόπος και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες χρησιμοποιούνταν τα μέσα εκείνης της εποχής, άφηναν τεράστια περιθώρια φαντασίας και κυρίως λειτουργούσαν θετικά στην αφομοίωση. Ήταν ένας μαγικός κόσμος ήχων, ένα «σύννεφο συχνοτήτων» που είχα την τύχη να ανακαλύψω από πολύ μικρός. Νομίζω ότι το πρώτο μουσικό φορμά που έπιασα στα χέρια μου, ήταν (για ευνόητους λόγους) όχι κάποιο πικάπ, αλλά ένα παλιό μονοφωνικό, φορητό κασετόφωνο με δικό του μεγάφωνο. Είχα εμμονή με αυτό το κόκκινο κασετοφωνάκι. Το αποκαλούσα «λαλά» και δεν το άφηνα ποτέ από τα χέρια μου. Θα ήμουν 3-4 χρόνων. Το έχω ακόμα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο λόγος σου γυρνάει γύρω από τον Elvis Presley, ως το πιο σημαντικό ίσως pop είδωλο της σύγχρονης ιστορίας της μουσικής. Διακρίνεις σήμερα προσωπικότητες με τέτοια δυναμική; Είναι η εποχή μας «εύφορη» για την ανάδειξη μιας τέτοιας προσωπικότητας;
Ο Elvis Presley ήταν ένας αγγελιοφόρος από το μέλλον! Για τις δισκογραφικές εταιρείες, βέβαια, δεν ήταν άγγελος ή κάτι τέτοιο, μα το «όχημα» προς τη δόξα και την κερδοφορία. Ο Elvis, εκτός από χαρισματικός σε όλους τους τομείς, είχε και τύχη. Είναι από τους ελάχιστους καλλιτέχνες στην ιστορία της pop, για τον οποίον τ' αστέρια λες και ψιθύρισαν μεταξύ τους, στέλνοντάς του λάμψη και ενέργεια από τον ουρανό. Ήταν ένας σπουδαίος, ρηξικέλευθος και ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, ο οποίος «έπεσε στη Γη» την κατάλληλη στιγμή. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Δεν ήταν όμως μόνο ο Elvis. Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου γίνονται αν όχι ισοδύναμες, παρόμοιες αναφορές για εξίσου σημαντικούς καλλιτέχνες και πρόσωπα, που άνοιξαν νέους δρόμους. Θα ξεχώριζα κατευθείαν τους Freddie Mercury, Michael Jackson, Prince, David Bowie και κάποιους ακόμα. Από πιο σύγχρονους μάλλον θα έλεγα για τη Beyoncé και την Adele, με την επιφύλαξη ότι χαράζουν ακόμα τις πορείες τους και ότι αναφερόμαστε αποκλειστικά για την ευρύτερη pop μουσική σε μία άλλη εποχή, αρκετά διαφορετική από εκείνη στην οποία έδρασε π.χ. ο Elvis, σε σχέση με τα πρότυπα, την κουλτούρα και την επιρροή που ασκούν οι καλλιτέχνες σήμερα.
Διαβάζοντας το βιβλίο σου, συνειδητοποιεί κανείς τη μαγεία της τεχνολογίας και πώς όλα όσα θεωρούμε πια δεδομένα έχουν κατακτηθεί με πολύ πνευματικό και χειρωνακτικό κόπο. Θα έλεγες ότι έχει επέλθει ένα είδος απομάγευσης της μουσικής τεχνολογίας εξαιτίας του Διαδικτύου και της ευκολίας του streaming;
Οι ιστορίες που πηγάζουν μέσα από τις τεχνολογικές καινοτομίες, τη βελτίωση και ανάδειξη των όποιων κάθε φορά τεχνικών μεθόδων και επιλογών, δημιουργούν μία στενότερη σχέση με αυτό που ακούς, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι χάνεται το μυστήριο πίσω και πέρα από το άκουσμα που προσλαμβάνεις ως ακροατής. Πολλές φορές οι μουσικόφιλοι, μουσικοί, ακόμα και τεχνικοί ήχου, αγνοούν ή δεν επιθυμούν από επιλογή να μάθουν τι κρύβεται πίσω από ένα αγαπημένο άκουσμα, προκειμένου να μην επηρεαστεί η ατμόσφαιρα και η μαγεία. Το έχω κάνει και εγώ για έναν μονάχα δίσκο, τον πιο αγαπημένο μου. Όμως, αυτή είναι μία μεμονωμένη περίπτωση που δεν θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να αποτελεί τον κανόνα για το σύνολο της μουσικής που ακούμε και αγαπάμε.
Μαθαίνοντας περισσότερα γύρω από μία παραγωγή, συνδεόμαστε ουσιαστικότερα με το περιεχόμενο και αποκτούμε περισσότερο σεβασμό απέναντι στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και τους συντελεστές, χωρίς να αντιμετωπίζουμε το εκάστοτε ηχογράφημα ως ένα κοινότυπο ή/και εργοκεντρικό αγαθό. Η αλήθεια είναι ότι ευκολία που παρέχει το streaming, ενισχύει αυτήν την κατεύθυνση, καθώς ο χρήστης –λόγω της ασύδοτης προσφοράς– δεν προλαβαίνει να επικεντρωθεί, να αφομοιώσει και έπειτα αναρωτηθεί για όλα όσα κρύβονται πίσω από ένα όμορφο άκουσμα και ένα εξώφυλλο. Ορισμένες φορές, ειδικότερα για τους πιο έμπειρους και πιστούς ακροατές, η αλόγιστη ή ασυνείδητη χρήση του streaming μοιάζει σαν να ξεφυλλίζεις φευγαλέα ένα βιβλίο. Δεν απολαμβάνεις ή αποκομίζεις σχεδόν τίποτα...
Το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε προσωπικότητες που άλλαξαν τον ήχο, όπως ο Phil Spector, o Brian Wilson και ο George Martin. Πώς βίωσες τη συλλογή του υλικού αυτών των βιογραφιών; Ποια ήταν η πιο συναρπαστική ιστορία που ανακάλυψες κατά την έρευνά σου;
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, βιογραφούνται πέντε διαφορετικά μυθικά πρόσωπα της μουσικής παραγωγής. Εκτός των τριών που αναφέρεις, υπάρχουν επίσης ο Les Paul και ο Joe Meek. Καθένας θεωρείται σπουδαίος και σίγουρα μοναδικός για διαφορετικούς και ετερόκλητους λόγους, όμως και οι πέντε έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την παρακαταθήκη που άφησαν στις επόμενες γενιές παραγωγών, δημιουργών και λοιπών καλλιτεχνών. Και βέβαια το γεγονός ότι με τη γνώση, την επιμονή και το ταλέντο τους, κατάφεραν και ξεπέρασαν τα όρια της τεχνικής για να υπηρετήσουν την τέχνη. Θεωρώ πως οι ιστορίες και των πέντε αποπνέουν διδακτισμό και είναι εξίσου συναρπαστικές, γεμάτες εκπλήξεις, αγωνία και θαυμαστά κατορθώματα.
Από το βιβλίο απουσιάζει ο τυπικός επίλογος. Τον απέφυγες εσκεμμένα; Ποιους σταθμούς διαβλέπεις επιγραμματικά στην εξέλιξη της θεωρίας και της πρακτικής της μουσικής παραγωγής μετά τη δεκαετία του 1980, για παράδειγμα; Θα μπορούσε το χρονοδιάγραμμα των δισκογραφικών να επεκταθεί στο σήμερα με ανάλογο «σασπένς»;
Ναι, το βιβλίο εσκεμμένα δεν έχει επίλογο. Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα ιστορικό έργο, μέσω του οποίου διοχετεύονται πληροφορίες, χρονολογίες και ονόματα, θεώρησα περιττό να παραθέσω προσωπική άποψη, συμπεράσματα και αντιπαραβολές σε σχέση με το σήμερα. Το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου επικεντρώνεται στα γεγονότα μεταξύ των δεκαετιών 1950-1970. Αυτό δεν έγινε τυχαία ή από άποψη, αφού οι εξελίξεις και οι αλληλένδετες μεταξύ τους ιστορίες είναι εκείνες που διαμόρφωσαν την τελική κατεύθυνση. Σαφέστατα, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχουν γίνει θαυμαστά πράγματα στον χώρο της μουσικής και της παραγωγής. Κυριότερος σταθμός, θεωρείται η μετάβαση στη χρήση ψηφιακών υπηρεσιών μουσικής· είναι πολύ ενδιαφέρον και ανατρεπτικό όλο αυτό, πώς ξεκίνησε και πώς δομήθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και έπειτα. Πιθανότατα, όμως, αποτελεί ένα άλλο βιβλίο!
Παρ’ όλα αυτά, σχεδόν το σύνολο των γεγονότων που έχουν συμπεριληφθεί, σχετίζονται με την επικαιρότητα του σήμερα. Δεδομένου ότι ζούμε σε μία απλόχερη και εύκολα προσβάσιμη τεχνολογικά εποχή, θεωρώ ότι το περιεχόμενο του βιβλίου συνδέει διαχρονικά τη λεπτή σχέση που υπάρχει μεταξύ τέχνης, τεχνολογίας και προσωπικής φιλοσοφίας του καθένα. Οι περισσότεροι άνθρωποι ή καλύτερα «ήρωες» της μουσικής τέχνης, όσοι συγκαταλέγονται μέσα στο βιβλίο, είμαι βέβαιος ότι θα δώσουν θετικά παραδείγματα στον σημερινό μελετητή, σε σχέση με το πώς έδρασαν σε πνευματικό και χειρωνακτικό επίπεδο, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα όνειρα και τους στόχους τους.
{youtube}eHJ12Vhpyc{/youtube}