Είναι ένα από τα πιο ξεχωριστά θεάματα που θα δούμε τον φετινό Δεκέμβρη, μήνα με πολλά live τεκταινόμενα στην πόλη: εν μέσω εντυπωσιακών εικόνων από τις εσχατιές του Σύμπαντος, η συνθέτις και πιανίστρια Βάλυ Ιωάννου θα στήσει γέφυρες μεταξύ κλασικής μουσικής και εναλλακτικής ποπ. Όλα αυτά θα συμβούν την επόμενη Παρασκευή 20 του Δεκέμβρη, στο Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο, σε τρεις συνεχόμενες παραστάσεις (18.30, 19.30 & 20.30) με είσοδο ελεύθερη για το κοινό, τη ροή της οποίας όμως θα καθορίσουν τα δελτία προτεραιότητας που θα μοιράζονται στον χώρο. Λαμβάνοντας τα παραπάνω ως αφορμή, αναζητήσαμε την ίδια τη Βάλυ Ιωάννου, για να μας λύσει όλες τις απορίες...
Είναι αρκετά πρωτότυπη η παράσταση που θα παρουσιάσεις σε λίγες μέρες στο Πλανητάριο. Πώς ακριβώς ξετυλίχθηκε το concept της και σε τι βάθος χρόνου έγιναν όλα; Πώς έφτασες δηλαδή από ένα τραγούδι (το δικό σου "Can We Reach?") στη σύλληψη ενός σύνθετου οπτικοακουστικού θεάματος;
Το γενικότερο concept, δηλαδή το να ενώσω την κλασική μουσική με πιο σημερινά καλλιτεχνικά «μέσα», ξεκίνησε πριν από περίπου δύο χρόνια –με το project Spiegel im Spiegel. Η προσπάθεια εκεί ήταν να συνδυάσουμε τη σύγχρονη κλασική μουσική με μια παράλληλη δράση, με σκοπό τη δημιουργία μιας πλατφόρμας που θα επέτρεπε στον μη εξοικειωμένο με τέτοια ακούσματα ακροατή να απασχολήσει το συνειδητό του με εικόνες πιο γνώριμες, ώστε να διεισδύσει η μουσική στο υποσυνείδητο. Είναι ένας τρόπος να αλλάξουν οι εικόνες και οι μνήμες που μπορεί να επισυνάπτει κανείς στο άκουσμα της φράσης «κλασική μουσική».
Ο λόγος και η ανάγκη που οδήγησε στο συγκεκριμένο project ήταν –και είναι– το να μεταφερθεί η κλασική σε άλλα μέρη από εκείνα που έχουμε συνηθίσει: παίζοντάς τη δηλαδή σε χώρους «μη ενδεδειγμένους», η ίδια η μουσική αποκτάει μια πιο καθημερινή διάσταση. Και επειδή το κοινό δεν έχει μάθει να αφήνεται με αυτόν τον τρόπο σε τέτοιους χώρους, αποφάσισα να τη συνδυάσω με καλλιτεχνικές δράσεις που του είναι πιο οικείες, είτε αυτό λέγεται χορός (σωματική δράση), είτε λέγεται performance (εικαστική δράση), είτε εικόνα (πλανητάριο). Το σημαντικό είναι να καταφέρω να απευθυνθώ σε διαφορετικό κοινό και να επικοινωνήσω όσο γίνεται μια σχέση με το εν λόγω είδος μουσικής, που μπορεί να αλλάξει μορφή.
Το Can We Reach? αποτελεί κι αυτό μέρος της ανάγκης που προανέφερα. Η πραγμάτωσή του οφείλεται στον Παναγιώτη Σιμόπουλο, ο οποίος άκουσε την ιδέα και την αγκάλιασε με αγάπη, δίνοντάς μου τη δυνατότητα της αβίαστης σύμπραξης. Είναι για μένα ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της δημιουργίας.
Οι εικόνες του Σύμπαντος που θα συνοδέψουν το μουσικό κομμάτι της παράστασης ήταν δηλαδή ιδέα του Παναγιώτη Σιμόπουλου; Ή απηχούν παράλληλα και κάποιο προσωπικό σου ενδιαφέρον για το διάστημα, ίσως και για τον κόσμο της επιστημονικής φαντασίας;
Οι εικόνες του διαστήματος είναι όλες ιδέες του Παναγιώτη Σιμόπουλου. Δεν έχω ιδιαίτερη σχέση με την επιστημονική φαντασία, αλλά ο κόσμος της φαντασίας γενικότερα με γοητεύει πάρα πολύ. Το Σύμπαν το απολαμβάνω και το ερμηνεύω με το δέος και τον θαυμασμό που μου δημιουργεί καθετί άγνωστο. Είναι σίγουρα μια πηγή έμπνευσης, όπως είναι και η φύση –μια τελειότητα τόσο ισχυρή και ασύλληπτη, ώστε γεννάει μέσα μου το χάος. Εκεί βρίσκεται και για μένα η αλήθεια. Από εκεί γεννήθηκε και το Can We Reach?: μπορούμε να φτάσουμε σ' αυτήν την αλήθεια και να συμπορευτούμε;
Θα ακούσουμε λοιπόν κλασική μουσική και εναλλακτική ποπ, από όσο διαβάζω στο σχετικό δελτίο τύπου. Στα 2013, όμως, δεν είναι ξεχειλωμένες και οι δύο έννοιες; Δεν βάζουμε υπερβολικά πολλά πράγματα κάτω από την ομπρέλα του «κλασικού»; Κι αντίστοιχα, δεν έχει ανατραπεί η έννοια του «εναλλακτικού» από το γεγονός ότι πολλά αγγλικά και αμερικάνικα ποπ και ροκ συγκροτήματα που προσδιορίζονται έτσι αποτελούν ισχυρό κομμάτι του σύγχρονου mainstream;
Η εναλλακτική διάσταση που θα μπορούσε να δοθεί στην έννοια του κλασικού (αλλά και του κλασικισμού γενικότερα), έχει ανατραπεί μέσα από τις ροκ και ποπ πεποιθήσεις διαφόρων συντηρητικών χαμαιλεόντων, οι οποίοι –μέσα από τη mainstream διάθεσή τους– φαίνεται να αιωρούν τις επιρροές τους σε σύγχρονες, σχεδόν μπετοβενικές αρμονίες εναλλακτικών πλουραλισμών.
Η αλήθεια είναι πως το να περιγράφω τη μουσική με αυτόν τον τρόπο είναι κάτι που με δυσκολεύει πολύ. Κατά τη γνώμη μου, είναι απλά ένας κώδικας τον οποίον χρησιμοποιούμε για να επικοινωνήσουμε τι περίπου είναι εκείνο που θα έρθει κάποιος να δει ή να χάσει. Δεν έχω ιδέα λοιπόν πώς να περιγράψω τη μουσική την οποία γράφω. Το τι είναι προτιμώ να το προσδιορίσει ο καθένας που την ακούει, με τις δικές του λέξεις.
Πολλές έννοιες πιστεύω έχουν ξεχειλωθεί στα 2013 και πολύ συχνά παγιδεύουμε τους εαυτούς μας με τις λέξεις που τοποθετούμε σε εκείνες: οι περισσότερες ταμπέλες που δίνουμε στα πράγματα εγκλωβίζουν το περιεχόμενο. Πώς αλλιώς όμως να επικοινωνήσει κανείς μέσα από λέξεις το ό,τι κάνει ή αισθάνεται; Γι’ αυτό και ο ήχος έχει για μένα τόση μεγάλη σημασία. Ο τρόπος, ρυθμός και τόνος για παράδειγμα της φωνής μας περιγράφει από μόνος του πράγματα που, ακούγοντάς τα χωρίς συναισθηματική διάσταση, είναι τελείως διαφορετικά.
Μουσικά μιλώντας, πόσο μεγάλη είναι η απόσταση μεταξύ κλασικής μουσικής και εναλλακτικής ποπ; Και τι πρέπει να προσέξει όποιος δημιουργός φιλοδοξεί να χτίσει γέφυρες μεταξύ τους;
Νομίζω πως η απόσταση είναι κυρίως στο πώς ακούμε. Η κατάσταση στην οποία μπαίνουμε π.χ. όταν ακούμε ποπ μουσική, είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία μπαίνουμε ακούγοντας κλασική. Το «πρόβλημα» είναι πως στην εποχή μας, που οι ρυθμοί και η πληροφορία τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, το να επιτρέψεις στον εαυτό σου να καθίσει χαλαρός και να αφεθεί στην ιστορία που εξελίσσεται μέσα σε ένα έργο κλασικής μουσικής, είναι μια διαδικασία η οποία απαιτεί χρόνο –και ο χρόνος στις μέρες μας είναι δυστυχώς ένα κυνήγι. Η ποπ, από την άλλη, έχει μια συναισθηματική αμεσότητα που για να τη βιώσεις στην κλασική μουσική χρειάζεται σε πολλές περιπτώσεις υπομονή και επανάληψη.
Πιστεύω όμως πως αυτή η υπομονή και επιμονή είναι απαραίτητα εφόδια για να δημιουργηθεί ένα διαφορετικό συναισθηματικό πεδίο. Απαιτεί όμως θέληση και πειραματισμό. Σίγουρα ο τρόπος με τον οποίον παρουσιάζεται η κλασική μουσική δεν βοηθάει στο να υπάρξει το κατάλληλο έδαφος ώστε να αναπτυχθούν τέτοιες γέφυρες. Γι' αυτό και προσπαθώ να μεταφέρω στους ακροατές τη μουσική που αγαπώ και τη μουσική την οποία δημιουργώ με την ελπίδα πως θα βρεθούμε όλοι μαζί σε έναν κοινό κόσμο. Όσον αφορά το τι πρέπει να προσέχει όποιος δημιουργός φιλοδοξεί να χτίσει γέφυρες, θα σου το πω αν καταφέρω να τις χτίσω! Προς το παρόν βάζω τα τουβλάκια...
Πράγματι, συνήθως το κοινό που απολαμβάνει την ποπ και ροκ μουσική δυσκολεύεται πολύ στις επαφές του με τον κλασικό κόσμο: τον φοβάται ή νιώθει πως δεν το πολυαφορά. Πώς θα πρότεινες λοιπόν εσύ σε έναν τέτοιον ακροατή να κάνει τις πρώτες συστάσεις με την κλασική μουσική;
Πιστεύω πως όλα ξεκινούν από την παιδεία –και δεν εννοώ τη μουσική παιδεία συγκεκριμένα, αλλά τη γενικότερη. Εκεί μπαίνουν τα πρώτα λιθαράκια και έπειτα δημιουργείται μια προσωπική ανάγκη για διαρκή αναζήτηση. Όταν λοιπόν έχεις αυτήν την ανάγκη, τότε ρισκάρεις: μπαίνεις σε τόπους που φοβάσαι επειδή θέλεις να ανακαλύψεις κάποια καινούρια πτυχή του εαυτού σου. Αυτό που έχω καταλάβει από τα βιώματά μου είναι πως μόλις στη ζωή αντιλαμβάνομαι καινούρια επίπεδα και αλλάζω τρόπο και συνήθειες, μεταβάλλονται γενικότερα και οι σχέσεις μου. Αναζητώ διαφορετικά πράγματα, όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και στους φίλους, στον σύντροφο και κυρίως στον εαυτό μου.
Θεωρώ λοιπόν πως η προσπάθεια ξεκινάει από την ίδια μας τη ζωή και το πόσο επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να είναι ανοιχτοί. Χωρίς κλισέ, χωρίς προκαταλήψεις και, πάνω απ’ όλα, χωρίς φόβο. Από εκεί νομίζω προέρχονται οι περισσότερες αδυναμίες μας. Με τον φόβο συνοδό, δύσκολα βουτάμε σε καινούρια πράγματα, δύσκολα αφηνόμαστε χωρίς αντιστάσεις. Φυσικά δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται –ειδικά στην εποχή μας. Είναι όμως μια καθημερινή πάλη η οποία κατά τη γνώμη μου αξίζει. Έτσι θεωρώ πως αφομοιώνονται και πιο εύκολα οι αλλαγές.
Κατά τ’ άλλα, νομίζω πως είναι πολύ προσωπικό ζήτημα το από πού ξεκινάει καθένας στην κλασική μουσική. Υπάρχουν ας πούμε ακροατές που αγαπάνε τον Μπαχ κι άλλοι που δεν συμμερίζονται αυτό το συναίσθημα. Είναι θέμα αισθητικής και εστίασης. Αν ας πούμε όταν ακούω η πληροφορία ξεκινάει από το μυαλό για να δημιουργήσει συναίσθημα, τότε αυτό που θα θελήσω να ακούσω μπορεί να είναι διαφορετικό από το να με χτυπάει η πληροφορία πρώτα στην καρδιά και έπειτα να μου δημιουργεί συνειρμούς και σκέψεις. Ο κάθε άνθρωπος δουλεύει την πληροφορία με τον δικό του τρόπο.
Πιο συγκεκριμένα και σε σχέση με τους ακροατές της ποπ και ροκ, ίσως ένα καλός τρόπος σύστασης θα ήταν να πάρουν ένα «ροκοποιημένο» έργο –όπως ας πούμε το "Pictures At An Exhibition" των Emerson, Lake & Palmer, το οποίο αποτελεί διασκευή τους σε Modest Mussorgsky, ή το "Whiter Shade Of Pale" των Procol Harum, που είναι βασισμένο σε σύνθεση του Μπαχ. Να βρουν δηλαδή κάποιες πηγές κλασικής μουσικής που ενέπνευσαν τις μπάντες τις οποίες ακούνε. Αν υπάρχει θέληση, μπορούν να βρεθούν πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα.
Τα «κλασικά» κομμάτια που επέλεξα να παίξω στο Can We Reach? είναι το “Clair De lune” του Claude Debussy και το “Gnosienne nr. 1” του Erik Satie. Πρόκειται για δύο συνθέσεις που έχουν χρησιμοποιηθεί και σε ταινίες και είναι αρκετά οικείες στο ευρύτερο κοινό, από δύο ενδιαφέροντες συνθέτες: ο πρώτος ήταν συνειδητοποιημένος μποέμ, ο δεύτερος πέθανε από υπερβολική δόση αψέντι. Κάτι σαν Jimi Hendrix της εποχής εκείνης...
Το βιογραφικό σου περιλαμβάνει εμφανίσεις (μεταξύ άλλων) στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου, στη Βασιλική Ακαδημία της Κοπεγχάγης και στο πανεπιστήμιο του Reading. Ποιο θεωρείς ως το πιο πολύτιμο μάθημα που έχεις λάβει από αυτήν τη διεθνή εμπειρία; Και τι απόσταση έχουν τα εκεί πράγματα από τα εδώ;
Το πολυτιμότερο μάθημα για μένα ήταν η πολυπολιτισμικότητα. Μέσα από αυτήν κατάλαβα πολλά πράγματα για μένα και ως αποτέλεσμα για τη σχέση μου με το πιάνο και τη μουσική. Είναι δε κάτι που μου λείπει πολύ στην Ελλάδα –αν όχι η πολυπολιτισμικότητα η ίδια, τότε η αποδοχή του διαφορετικού σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Ο Kenneth Van Barthold έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο στην εξέλιξή μου. Όταν πήγα στο masterclass του στο Εδιμβούργο, στα 16 μου, γνώρισα επιτέλους έναν άνθρωπο που δεν έπασχε από υπερβολικό συντηρητισμό και ζούσε τη ζωή του αγαπώντας και απολαμβάνοντας απενεχοποιημένα όσες ελευθερίες του πρόσφερε. Τη γευόταν. Δεν κρυβόταν από τη ζωή μέσα στη μουσική. Αυτό με έκανε να νιώθω λιγότερο εξωγήινη και πιο άνετη με το γεγονός του ότι μου άρεσαν και άλλα πράγματα, εξίσου με το πιάνο.
Και πάλι, η απόσταση του εκεί με το εδώ μετριέται με την παιδεία. Στο εξωτερικό σου δίνεται η δυνατότητα να διευρύνεις τους ορίζοντές σου πολύ περισσότερο από την Ελλάδα. Οι δομές και οι υποδομές αποτελούν κινητήρια δύναμη για αναζήτηση και πειραματισμό και τα πράγματα γίνονται αυτόματα και εύκολα, χωρίς να επιβαρύνεσαι με γραφειοκρατία η με άλλου είδους διαδικαστικά, τα οποία θα σε απομακρύνουν από τον στόχο σου.
Ξεκίνησες, μαθαίνω, να παίζεις πιάνο στα 8 και δεν σταμάτησες ποτέ. Ποιοι είναι, για σένα, οι πέντε καλύτεροι πιανίστες αυτήν τη στιγμή;
Θα σου πω πέντε πιανίστες που μου αρέσουν αυτήν τη στιγμή:
- Sviatoslav Richter
- Brad Mehldau
- Martha Argerich
- Jan Johansson
- Χρίστος Παπαγεωργίου
Απολαμβάνω δε πάντα να ακούω τους μαθητές μου!
Έχοντας Αγγλίδα μητέρα, διαθέτεις μια διαφορετική οπτική ως προς τον αγγλικό στίχο, συγκριτικά με πολλούς ντόπιους μουσικούς οι οποίοι διαλέγουν να εκφραστούν στα αγγλικά. Πώς κρίνεις στιχουργικά το εγχώριο αγγλόφωνο τραγούδι των τελευταίων 10-15 χρόνων;
Πάλι πιστεύω ότι έχει να κάνει με το πώς ακούει κανείς. Προσωπικά δεν μπορώ να απομονώσω τον στίχο από τη μουσική. Ο στίχος, ως μέρος ενός τραγουδιού, ακούγεται και λαμβάνεται πολύ διαφορετικά από το να τον διαβάσεις μόνο του. Μπορεί λ.χ. ένα υπέροχο ποίημα να εξατμιστεί τελείως μέσα από τη μουσική και το αντίθετο. Το θέμα νομίζω είναι να μην αποκόβεις το ένα από το άλλο, γιατί έτσι βάζεις φρένο στη ροή. Εξαρτάται βέβαια και από το τι ακούς... Αν ακούσεις ας πούμε στιχοκεντρική μουσική, όπως π.χ. είναι η χιπ χοπ, είναι λογικό να συγκεντρώνεσαι στον στίχο. Όμως αυτό που τελικά θα απογειώσει ένα κομμάτι είναι ο συνδυασμός του με τη μουσική. Έχω ακούσει τραγούδια με αδύναμο στίχο να κουμπώνουν τόσο καλά με τη μουσική, ώστε απλά δεν με νοιάζει.
Οι λέξεις παίρνουν μια άλλη δύναμη όταν αυτά τα δύο εναρμονίζονται, είναι σαν τη σχέση της μελωδίας με την αρμονία. Μια μελωδία μπορεί να πάρει πάρα πολλές διαφορετικές διαστάσεις μέσα από την αρμονία. Μπορεί να λάμψει, μπορεί όμως και να χαθεί. Εξαρτάται επίσης και από το τι ήρθε πριν, τι έρχεται μετά και πού θέλει γενικά να πάει. Νομίζω λοιπόν πως όταν αυτά τα πράγματα έχουν δέσει μέσα σου, το μουσικό κομμάτι δημιουργείται αβίαστα και κυλάει μέσα στη συγκεκριμένη ροή. Επομένως δεν είμαι σε θέση να κρίνω τον στίχο: μπορώ μονάχα να σου πω ότι έχω ακούσει τραγούδια που το μείγμα τους με συνεπαίρνει, και άλλα που δεν μου επιτρέπουν να αφεθώ.
Τι περιλαμβάνει για σένα το άμεσο μέλλον, μετά τη συναυλία στο Πλανητάριο;
Το επόμενο project θα το ονομάσουμε Public Domain, θα είναι κι αυτό ένα μουσικό-οπτικό θέαμα το οποίο προορίζεται για τους κινηματογράφους. Με διάφορα προσωπικά βίντεο που έχει τραβήξει ο Πάνος Σιμόπουλος, μαζί με εικόνες του διαστήματος από τη NASA και με μουσικές συνθέσεις δικές μου (αλλά και κλασικής μουσικής). Είναι ένα project που θέλουμε να το πάμε από την πιο μεγάλη πόλη στο πιο μικρό χωριό και να το παρακολουθήσουνε μεγάλοι και μικροί. Η έναρξη της περιοδείας θα ξεκινήσει μέσα με τέλη Φεβρουαρίου και η θέλησή μας είναι να εναρμονίσουμε το καλλιτεχνικό κομμάτι με το εκπαιδευτικό.
{youtube}MhadMhkFnnQ{/youtube}