Είτε τον αγαπάς, είτε τον μισείς,, ο Αρτέμης όχι μόνο αποτέλεσε μέλος σε ένα από τα σημαντικότερα hip hop σχήματα αυτού του τόπου –των Terror X Crew– μα εξακολουθεί να είναι κι ένας από τους καλύτερους εγχώριους MCs. Mε βάση μάλιστα τον πρόσφατο, πρώτο του προσωπικό δίσκο Λυκόσχημος Αμνός θα λέγαμε ότι διαθέτει και μια οπτική πιο σύγχρονη από πολλούς νεότερούς του μουσικούς συνοδοιπόρους. Με αφορμή λοιπόν τόσο τη συγκεκριμένη κυκλοφορία, όσο και την επερχόμενη συναυλία του στο Antart της Γλυφάδας το επόμενο Σάββατο, 26 Μαΐου –σε μια ιστορική επί σκηνής συνεύρεση με τον Σκηνοθέτη των FFc– συζητήσαμε μαζί του για τα μέσα των 1990s, για την αλλαγή στο στυλ του (που πολλοί καυτηριάζουν), για την ελληνική παράδοση και για τον Σταμάτη Σπανουδάκη...
Από πού γεννήθηκε η ανάγκη για τη δημιουργία ενός προσωπικού δίσκου; Δεν θα μπορούσαν τα τραγούδια του Λυκόσχημου Αμνού να ενταχθούν στο πλαίσιο ενός δίσκου των Α/Ε;
Σαφώς και θα μπορούσαν να ενταχθούν σε έναν Α/Ε δίσκο. Εν πρώτοις, να ξεκαθαρίσω ότι δεν ήταν στις προθέσεις μου να κυκλοφορήσω κάποιον σόλο δίσκο, πέραν της σειράς Mash Up Sessions. Το αρχικό πλάνο ήταν, μετά τον δίσκο που θα κυκλοφορούσα με τον Σταμάτη Σπανουδάκη, να κυκλοφορήσει και ο Ευθύμης την προσωπική του δουλειά και στη συνέχεια να ξαναμπούμε στο στούντιο για τον νέο Α/Ε δίσκο. Κάποια στιγμή είδα ότι καθυστερούσε η κυκλοφορία του Ευθύμη, είχα κάποιο υλικό έτοιμο, γενικά δεν μπορώ να είμαι και επί μακρόν σε απραξία και έτσι αποφάσισα να ξεκινήσω τον Λυκόσχημο Αμνό. Αυτό είναι όλο. Σε περίπτωση που υπάρχουν υπόνοιες ότι έχουμε διαλυθεί ως Α/Ε ή ότι υπάρχουν εσωτερικές εντάσεις στο σχήμα, κ.ά. και για αυτόν τον λόγο λειτουργούμε αυτόνομα (γιατί έχω ακούσει και τέτοια), να τονίσω –για ακόμη μία φορά– ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει.
Έχεις να μας δώσεις αλήθεια καμία «εσωτερική πληροφορία» για τον επερχόμενο δίσκο του Ευθύμη; Θα δούμε και δικό σου κουπλέ μέσα σε αυτόν, όπως έγινε με τον Ευθύμη στο “50/50” του Λυκόσχημου Αμνού;
«Εσωτερικές πληροφορίες» έχω, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι δική μου αρμοδιότητα να τις κοινοποιήσω. Νομίζω ότι το σωστό είναι να μιλήσει ο ίδιος ο Ευθύμης για τη δουλειά του. Μπορείς άνετα να του κάνεις κρούση και να σου παραχωρήσει κι εκείνος μία συνέντευξη!
Μίλησέ μας για το ηλεκτρονικό ηχητικό υπόβαθρο του δίσκου. Ήταν κάτι που πάντα υπήρχε στο μυαλό σου, αν κρίνουμε και από το ότι στοιχεία αυτής της μουσικής υπήρχαν ήδη από την εποχή του “Πανικόβλητον” των Terror X Crew;
Πάντα παρακολουθούσα τις τρέχουσες τάσεις της ηλεκτρονικής μουσικής (γενικότερα προς τον χώρο των breaks). Νομίζω ότι όσοι με ακούνε από τις εποχές των Terror X Crew (ειδικά από τις εποχές της Γεύσης Του Μένους και μετά), θα έχουν αντιληφθεί τη ροπή μου προς αυτό το μουσικό ρεύμα. Βέβαια, όπως τότε ήταν στο προσκήνιο το electro, το jungle, τα big beats κλπ., σήμερα είναι το drum ’n’ bass, η grime, η glitch hop, η dubstep, η nu funk, και πολλά άλλα. H τρέχουσα μουσική επικαιρότητα με απασχολεί, αλλά και με επηρεάζει. Πάντα προσπαθώ να βρίσκομαι σε εγρήγορση και να πειραματίζομαι με νέα πράγματα. Δεν μου αρέσει να μένω στάσιμος, να «αναμασάω» συνεχώς κάποια χιλιοπαιγμένη μουσική φόρμουλα ή να καταλήξω να ακούγομαι σαν συνταξιούχος σε καφενείο, λέγοντας τα κλασικά, «τότε η φάση ήταν σωστή, σήμερα είναι όλα χάλια κλπ.». Δεν είναι ωραίο να αδικούμε τη νέα γενιά. Σε κάθε εποχή και σε κάθε είδος, υπήρχαν οι «καλές» και οι «κακές» μουσικές.
Εκείνοι που απορρίπτουν συλλήβδην τα πάντα σήμερα (η πιο παλιά σχολή), έχουν άραγε σκεφτεί το ενδεχόμενο ότι ίσως έχουν αρχίσει να μεγαλώνουν και οι εξελίξεις να τους προσπερνάνε; Αρκετοί π.χ. μου λένε –ορμώμενοι από μία ρομαντική διάθεση βέβαια οι άνθρωποι– «φτιάξε ξανά έναν δίσκο όπως τον Η Πόλις Εάλω ή τον Η Γεύση του Μένους». Για μένα κάτι τέτοιο αφενός θα αποτελούσε την εύκολη λύση, αφετέρου θα είχα και πολύ λιγότερη «γκρίνια», σε πολλούς τομείς. Το θεωρώ όμως αναχρονισμό. Παιδιά, ωραίοι οι T.X.C. (είναι ιστορία, οι ρίζες του είδους, κλπ.), ωραία τα 1990s, ωραίες οι αναμνήσεις, όμως έχουν παρέλθει από τότε σχεδόν 20 χρόνια. Έχουμε 2012, πάμε για άλλα! Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι άλλη ήταν η ιστορική πραγματικότητα π.χ. το 1994 (τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά δεδομένα) και άλλη σήμερα. Συνεπώς δεν μπορείς ούτε να παίζεις τα ίδια πράγματα, ούτε να μιλάς για τα ίδια θέματα.
Το τελικό αποτέλεσμα στέκεται σε μουσικά υψηλό επίπεδο. Τόσο όμως οι κυκλοφορίες των Α/Ε αλλά και των Terror X Crew δεν πέσανε ποτέ κάτω από έναν συγκεκριμένο πήχη. Πόσο σημαντικό είναι για σένα το τελικό προϊόν που κυκλοφορείς σαν Αρτέμης να διατηρεί κάποια στάνταρ;
Αρχικά να σε ευχαριστήσω για τα ευμενή σου σχόλια. Σαφώς και είναι πολύ σημαντικό για εμένα το κομμάτι του τελικού ηχητικού αποτελέσματος. Οι «δάφνες» βέβαια για αυτό το θέμα δεν ανήκουν μόνο σε μένα, για τον λόγο ότι το τελικό αποτέλεσμα του Λυκόσχημου Αμνού αποτελεί προϊόν συμμετοχικής δράσης μιας μεγάλης ομάδας παραγωγών (κατά τη γνώμη μου από τους καλύτερους που έχει να επιδείξει η ελληνική ηλεκτρονική μουσική σκηνή σήμερα). Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ ιδιαίτερα, αφού η πορεία και τα ονόματα τους μιλάνε από μόνα τους. Ενδεικτικά σας αναφέρω τους: Junior SP., Cryogenics, Christian Cambas, Fleck, V.G.O., Cenobite, Ed Gain κ.α. Όλοι αυτοί, φυσικά συνεπικουρούμενοι από τη σταθερή ομάδα παραγωγής την οποία έχω μαζί μου από την εποχή του Διαλεχτού της Άρνησης Και Του Ακριβογιού Της Πίστης, δηλαδή τον Λάμπρο Κριτσιμά (ντραμς), τον Λεωνίδα Πετρόπουλο (μπάσο) και τον Δημήτρη Κουτσούκη (κιθάρα).
Γενικά προσπαθώ ό,τι κάνω, στο μέτρο των γνώσεων και των δυνατοτήτων μου, να είναι όσο το δυνατόν αρτιότερο. Το νεοελληνικό πνεύμα του άρπα-κόλα και της αρπαχτής δεν θέλω να υπεισέρχεται στο στούντιο. Με το τελικό αποτέλεσμα θέλω να νιώθω ότι είμαι ηθικά εντάξει ως προς τον εαυτό μου και ως προς τον ακροατή (αφενός ότι δεν υποτιμώ τη νοημοσύνη του, αφετέρου ότι σέβομαι το γεγονός πως αυτός ο άνθρωπος πιθανόν να δώσει κάποια χρήματα προκειμένου να αποκτήσει ό,τι δημιούργησα), καθώς και ως προς την ίδια τη μουσική, που τη θεωρώ τέχνη, δημιουργία και γενικότερα έναν ευγενή και δυναμικό τρόπο επικοινωνίας. Όμως η αλήθεια είναι ότι, ακόμη κι αν ήθελα να είμαι «αμελής» σε αυτό το πεδίο, σίγουρα δεν θα με άφηναν οι στενοί μου συνεργάτες –ο Junior SP. και ο Λάμπρος Κριτσιμάς– τους οποίους θα χαρακτήριζα «μανιακούς» με το συγκεκριμένο θέμα (με την καλή έννοια φυσικά). Με τα παιδιά αυτά μοιραζόμαστε την ίδια «ψύχωση» για τις ηχητικά άρτιες παραγωγές και για το mastering.
Στον “Μαρμαρωμένο” πατάς επάνω σε dubstep ηχητική ραχοκοκκαλιά. Παρακολουθείς το συγκεκριμένο ιδίωμα; Ποια ονόματα έχουν τραβήξει τη προσοχή σου;
Ο “Μαρμαρωμένος” είναι ένα ιδιότυπο κομμάτι. Η μουσική παραγωγή είναι dubstep, ενώ το ραπάρισμα γίνεται σε εκκλησιαστική γλώσσα. Σου είπα και πριν πως κάθε τι νέο μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Η dubstep, η οποία εσχάτως βρίσκεται στα πάνω της, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα (αρκεί βέβαια να συνοδεύεται από σοβαρές παραγωγές και ενίοτε από σοβαρούς MCs). Μου αρέσουν τόσο τα πιο «παραδοσιακά» πράγματα, όπως η κολεκτίβα της DMZ και οι καινούριες δουλειές του Photek, μα και άλλα, όπως η συνεργασία Scrillex-Korn, ο Nit Grit κλπ.
Με τους Α/Ε έχετε κάνει και κομμάτια που αγγίζουν το είδος του τότε λεγόμενου rap rock. Το soundtrack του Judgment Night έπαιξε καθόλου τον ρόλο του σε αυτό;
Φλερτάρουμε αρκετά με το rapcore, από την εποχή των TXC –από τον πρώτο κιόλας δίσκο είχε γίνει τέτοιου είδους συνεργασία με μία punk/hardcore μπάντα της εποχής, τους New Jack. Αλλά ακόμα και σήμερα μην ξεχνάς ότι στις συναυλίες βγαίνουμε με rapcore σύνθεση, αφού παίζουμε με κιθάρα, μπάσο, ντραμς και DJ. Το soundtrack του Judgment Night αποτελεί ορόσημο για το rapcore (τότε λεγόταν «metal rap») και είχε παίξει μεγάλο ρόλο στη διάδοση του είδους. Ήταν ένας crossover δίσκος με επικές συνεργασίες (Boo Yaa Tribe & Faith No More, House Οf Pain & Helmet κλπ.). Θυμάμαι, στις αρχές του 1990, όλοι είχαν παρανοήσει μαζί του και παιζόταν παντού! Την ταινία νομίζω ελάχιστοι την είχαν δει, αλλά το soundtrack το είχαν ακούσει όλοι.
Παρακολουθείς τη σύγχρονη πραγματικότητα στο ξένο hip hop; Ή θεωρείς πως το ποιοτικό επίπεδο έχει πέσει την τελευταία δεκαετία, όπως ισχυρίζονται αρκετοί που έζησαν τη «φάση» εντός της δεκαετίας του 1990;
Το αμερικάνικο ραπ δεν με συγκινεί πια ιδιαίτερα. Έχει γίνει πολύ mainstream και τα περισσότερα raps είναι κενά νοήματος –πρέπει να κάνεις μεγάλη ανασκαφή για να πετύχεις κάτι αξιόλογο. Περισσότερο ακούω λοιπόν πράγματα από την Ευρώπη. Θεωρώ ότι στην από εδώ πλευρά υπάρχει σαφώς μεγαλύτερη εξέλιξη και πειραματισμός, τόσο σε στιχουργικό, όσο και σε παραγωγικό επίπεδο. Foreign Beggars, Son Of Kick, Grems, είναι μερικά από τα ακούσματα με τα οποία έχω κολλήσει τελευταία.
Αν εξαιρέσουμε την “Περσεφόνη”, δεν νομίζω να είχες κάποιο άλλο storytelling κομμάτι. Τι σε ώθησε λοιπόν να γράψεις το “Μαξ (Πάθη Και Αρετές)” και τι κάνει σήμερα ο Μάξιμος που, όπως έχεις πει, είναι υπαρκτό πρόσωπο;
Ναι, το τραγούδι “Ο Μαξ (Πάθη και Αρετές)”, είναι το δεύτερο αμιγώς storytelling (αφηγηματικό) ραπ το οποίο γράφω. Η ιστορία που περιγράφεται εδώ βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα: ο Μάξιμος είναι υπαρκτό πρόσωπο, είναι παλιός μου φίλος από τη Θεσσαλονίκη και ένα από τα πρώτα μέλη της θρυλικής graffiti ομάδας των S.G.B. (Skra Ghetto Boys). Κάποιες επιλογές στη ζωή του (τα περιγράφω στο τραγούδι) τον οδήγησαν σε νεαρή ηλικία στις φυλακές Διαβατών. Εκεί μέσα είχε φτάσει σε οριακό σημείο και του είχαν μπει λογισμοί μέχρι και να αυτοκτονήσει. Ώσπου έπεσε στα χέρια του το βιβλίο του Πατρός Παϊσίου, Πάθη Και Αρετές, που του έσωσε τη ζωή. Μετά την ανάγνωσή του είδε τον κόσμο με άλλα μάτια. Άντλησε δύναμη. Ήρθε σε επαφή με την «αλήθεια που ελευθερώνει» και ένιωσε ελεύθερος παρά το γεγονός ότι βρισκόταν ακόμη στην ειρκτή. Σήμερα, δόξα τω Θεώ, ο άνθρωπος είναι μια χαρά και γενικώς διάγει ευ. Έγραψα το κομμάτι καθαρά με το σκεπτικό ότι ίσως μπορούσαν να βοηθηθούν μέσω αυτού παιδιά τα οποία έχουν παράλληλους βίους με τον Μαξ. Σκεπτόμουν ότι στο πρόσωπο του Μαξ μπορεί να αναγνώριζαν κάποια από αυτά τα παιδιά και δικά τους χαρακτηριστικά και πιθανόν απέφευγαν κάποιες κακοτοπιές.
Η επίσημη παρουσίαση του Λυκόσχημου Αμνού στο KooKoo ήταν μια εντυπωσιακή έκρηξη αδρεναλίνης, τόσο από εσένα, όσο και από το κοινό. Στη συγκεκριμένη εμφάνιση έκανες και μια αναδρομή σε ολόκληρη τη πορεία σου σαν καλλιτέχνης. Παρόλο που ακούσαμε και κομμάτια των TXC, έλειψαν όμως τραγούδια τους από το πρώτο EP καθώς και από το Η Πόλις Εάλω. Αλλά και στο Athens Hip Hop Festival το καλοκαίρι που μας πέρασε, στην εμφάνισή σας με τον Ευθύμη, προτιμήσατε κομμάτια της Γεύσης Του Μένους και του Έσσεται Ήμαρ. Θεωρείς ότι τα τραγούδια που γράφατε στο ξεκίνημά σας έχουν πάψει πλέον να σε αντιπροσωπεύουν; Ένα κομμάτι π.χ. σαν το “Να Τους Δω Να Τρέχουν” έχει πάψει να εκφράζει τον Αρτέμη του 2012;
Είναι γεγονός ότι στην παρούσα φάση προτιμώ περισσότερο τα κομμάτια από τον Λυκόσχημο Αμνό, από το Mash Up Sessions ή από το Ο Διαλεχτός Της Άρνησης Κι Ο Ακριβογιός Της Πίστης, από τα παλαιότερα. Νομίζω όμως ότι κάτι τέτοιο είναι λογικό. Ένας καλλιτέχνης εξελίσσεται και ολοκληρώνεται ο ίδιος πρώτα, ώστε να μπορεί να δημιουργεί, να παράγει μία ζωντανή μουσική. Τα τραγούδια, και μουσικά και στιχουργικά, δεν πρέπει να παραμένουν στάσιμα, προσκολλημένα σε μία δεδομένη φόρμα. Έτσι, η μουσική ως δημιουργία ξεφεύγει από τα όρια του συντηρητισμού και δυναμικά αυξάνεται, αναπτύσσεται, βελτιώνεται. Νομίζω ότι κάθε νέο δημιούργημα εκφράζει καλύτερα τον καλλιτέχνη από το παλαιότερο. «Τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενοι».
Το “Ξόδι 2” έρχεται σαν συνέχεια του πρώτου μέρους από το Έσσεται Ήμαρ. Ο συνοδευτικός τίτλος είναι «Η Πικρή Δικαίωση». Θεωρείς ότι ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να καταλάβει τις έννοιες του πρώτου μέρους, πίσω στο 2001;
Μα και σήμερα έχουν άραγε συνειδητοποιήσει οι περισσότεροι το τι γίνεται στην Ελλάδα; Πού οδηγούμαστε και ποιες είναι οι σκοπιμότητες; Πάντοτε με προβλημάτιζε το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι και, συζητώντας με άλλους ευαισθητοποιημένους ανθρώπους και διαβάζοντας σχετικά, προέκυψε το “Ξόδι 1” και το “Ξόδι 2” ως φυσικό αποτέλεσμα. Άσχετα τελικά αν το “Ξόδι 1” βγήκε προφητικό, δεν το επιδίωξα, δεν ήξερα τι θα γίνει στο μέλλον, δεν είμαι προφήτης.
Η επιστροφή στην παράδοση και σε διαχρονικές έννοιες όπως η οικογένεια, οι διαπροσωπικές σχέσεις, η στήριξη του εγχώριου εργατικού δυναμικού και προϊόντων μπορεί να δώσει μια διέξοδο στη σύγχρονη μουντή πραγματικότητα της τωρινής Ελλάδας;
Ναι, σίγουρα! Αυτή η αποδοχή της παράδοσης δεν εννοείται όμως ως επιστροφή στο παρελθόν, ως μία στείρα αναζήτηση περασμένων αξιών, αλλά ως μία ζώσα κοινωνία με έμπνευση από την παράδοση. Στη μετανεωτερική εποχή στην οποία ζούμε κυριαρχεί ο παραλογισμός σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας, για αυτό μιλώ στον Λυκόσχημο Αμνό για μετανεωτερική εκμαλάκυνση. Η επιστροφή, η επαφή μας με πιο παραδοσιακά πρότυπα ζωής, νομίζω ότι θα ανανοηματοδοτήσει τη ζωή μας. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος της πληροφορίας και της εικόνας, μαζεύει πληροφορίες μόνο και μόνο ως ειδήσεις, δεν ξέρει να τις επεξεργαστεί. Δεν έχει χρόνο ή, το χειρότερο, δεν μπορεί να σκεφθεί. Καιρός είναι να επιστρέψουμε στη γνώση, στη σοφία, στην αρετή. Για να φύγει το σκοτάδι, η μουντάδα που σκεπάζει όλα τα επίπεδα της σύγχρονης πραγματικότητας της Ελλάδας, θα πρέπει από κάπου να έρθει φως.
Στο “Ξόδι 2” ακούγεται και ο στίχος «Φώναζα ότι ερχόταν σκοτομήνιος νύχτα και με έλεγες τρελό, συνωμοσιολόγο και φασίστα». Τη συγκεκριμένη περίοδο, όταν κυκλοφόρησε το Έσσεται Ήμαρ και πολύς κόσμος ξίνισε με τη στροφή σας προς την αρχαιοελληνική κουλτούρα, πώς τη βίωσες; Και τι γεύση σου έχει αφήσει;
Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι η στροφή μου δεν ήταν αποκλειστικά προς την αρχαιοελληνική κουλτούρα. Επρόκειτο, θα έλεγα, για μία αναζήτηση, έμπνευση και αναβίωση μέσα στον ευρύτερο χώρο της ελληνικής παράδοσης. Με τον όρο «παράδοση» εννοώ όλο το δυναμικό πολιτικό, πολιτιστικό, κοινωνικό και θρησκευτικό πλαίσιο στο οποίο στηρίχθηκε και αναπτύχθηκε το ελληνικό Γένος, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η παράδοση βιώνεται, δημιουργείται και μεταλαμπαδεύεται μέχρι να μπει μέσα στο DNA του Έλληνα. Όσο κι αν έχουμε χάσει τον δρόμο εμείς οι Νεοέλληνες, μέσα στο πνευματικό DNA μας έχουμε τα στοιχεία αυτά της παράδοσης που μπορούν να μας αφυπνίσουν. Και αυτή η παράδοση έχει μία συνέχεια. Αν οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι παππούδες μας, οι Βυζαντινοί ήταν οι πατέρες μας. Αρνούμενοι τη βυζαντινή παράδοση, τη φιλοκαλική παράδοση, τον Φώτη Κόντογλου, τον Πεντζίκη, τον Γκάτσο, κόβουμε τον εαυτό μας από όλη αυτήν τη συνέχεια. Η Ρωμιοσύνη ζει και ανίσταται εκεί που δεν το περιμένεις.
Στο εξώφυλλο του Λυκόσχημου Αμνού βλέπουμε έναν νεαρό με έναν σταυρό κρεμασμένο στο λαιμό του. Η θρησκεία τι ρόλο παίζει πλέον στη ζωή σου; Και πώς αυτό συμβαδίζει με τον θαυμασμό της Αρχαίας Ελλάδας του δωδεκάθεου;
Η θρησκεία –ως κίνηση του ανθρώπινου πνεύματος προς το Θείον, προς έναν απρόσωπο Θεό και ως λατρεία αυτού του Αγνώστου ουσιαστικά Θεού μέσα σε ηθικιστικές και νοησιαρχικές φόρμες– δημιουργεί το φαινόμενο της θρησκειοποιημένης ζωής, που αποτελεί βιολογική ασθένεια, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί από κάποιους. Ε, αυτή η θρησκεία δεν παίζει κανέναν ρόλο στη ζωή μου. Είμαι πεπεισμένος, όμως, ότι το οντολογικό περιεχόμενο του ανθρώπου είναι θεοειδές. Η προσωπική και εμπειρική κοινωνία με τον Θεό, η οποία είναι οντολογική, γίνεται διά του Χριστού, όπως έχει αποκαλυφθεί στην Ορθοδοξία. Η Ορθοδοξία είναι αποκάλυψη και ζωή, τον Θεό της Ορθοδοξίας επιθυμώ και προσπαθώ να ζήσω.
Η διαδικασία της γραφής στίχων είναι κάτι σταθερό για σένα; Πώς ξεκινάει ένα τραγούδι; Η αφορμή δίνεται από καθημερινά συμβάντα ή υπάρχει μια συγκεκριμένη σειρά διαδικασιών;
Η διαδικασία γραφής στίχων δεν είναι κάτι τυπικό και σταθερό. Πολλές φορές μπορεί να υπάρχει κάποιο εσωτερικό και άλλοτε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα. Η έμπνευση μπορεί να προκύψει από ένα συμβάν, από τα λόγια κάποιου, από ένα βιβλίο το οποίο διαβάζω ή και από τις ίδιες ενδόμυχες σκέψεις μου. Αλλά η έμπνευση πάντοτε με επισκεπτόταν σε ανύποπτο χρόνο, σε άσχετες στιγμές. Ποτέ δεν είπα π.χ. «Ωραία, έχω ελεύθερο χρόνο, τώρα λοιπόν θα καθίσω να γράψω στίχους».
Τι θα συμβούλευες ένα νεαρό MC που θέλει να βελτιώσει την τεχνική του flow του;
Να ακούσει αρκετό ραπ (και ελληνικό και ξένο) από τα 1990s, που θεωρείται η χρυσή εποχή του είδους. Να διαβάζει όσο μπορεί λογοτεχνία, ποίηση, κλασικούς συγγραφείς, Πατέρες της Εκκλησίας, οτιδήποτε τέλος πάντων που θα τον βοηθούσε να βελτιώσει τον λόγο του. Καλό θα ήταν επίσης να διάβαζε και κάποιο βιβλίο σχετικό με τη μετρική, με την ορθοφωνία, κλπ.
Αρκετή συζήτηση έγινε και για τη χρήση του πολυτονικού συστήματος στους στίχους του Λυκόσχημου Αμνού. Τι σε ώθησε να χρησιμοποιήσεις ένα σύστημα το οποίο έχει καταργηθεί επισήμως από τα τέλη του 1981; Πιστεύεις ότι προσθέτει κάτι παραπάνω στους ίδιους στίχους, που θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί σε μονοτονικό σύστημα;
Ξέρετε, η πολυτονική γραφή ερμηνεύει τη σωστή ορθογραφία των λέξεων. Παλαιότερα μάλιστα, τα σημάδια τονισμού προφέρονταν και με διαφορετική χροιά στη φωνή. Το πολυτονικό διασώζει λοιπόν την ιστορική γραμματική και ορθογραφία της εποχής και η χρήση του κάνει και πιο οξυδερκή τον νου. Νομίζω επίσης ότι μόνο το πολυτονικό μπορεί να λειτουργήσει ως αντίποδας κατά των greeklish και της απειλής της εκλατίνευσης της ελληνικής γλώσσας. Απορώ: γιατί οι Γάλλοι και οι Γερμανοί διατηρούν το πολυτονικό στη γλώσσα τους ακόμη και σήμερα, και εμείς με ένα νομοσχέδιο που ψηφίστηκε, θα λέγαμε «πραξικοπηματικά», στη Βουλή στις 2:00 το πρωί, το εκτοπίσαμε από τη γραφή μας;
Προσωπικά, παρόλο που ανήκω στην γενιά που δεν διδάχτηκε πολυτονικό, αισθάνομαι πιο οικεία με την εθνική μας ορθογραφία, παρά με την αυθαίρετη, κρατική. Χαίρομαι επίσης που βλέπω όλο και περισσότερους εκδοτικούς οίκους να το υιοθετούν. Θυμάμαι τον Σαράντο Καργάκο που έλεγε ότι «μια υπογεγραμμένη ή μία δασεία αποτελούν Θερμοπύλες του πνεύματος». Το να ασχολείται κάποιος σήμερα με πνεύματα, περισπωμένες κλπ. ίσως να φαντάζει ακραίος ρομαντισμός και σχολαστικισμός ή κάτι ανούσιο και μικρό. Όμως όποιος πέφτει στα μικρά, σύντομα θα πέσει και στα μεγάλα. Είναι κι αυτό ένα είδος αντίστασης στην νεοταξική μονομορφοποίηση και ομογενοποίηση των πάντων.
Στην επίσημη παρουσίαση του Λυκόσχημου Αμνού μίλησες για το πόσο σημαντική υπήρξε για σένα η συνεργασία σου με τον Σταμάτη Σπανουδάκη. Πως ένιωσες όταν έμαθες ότι είχε συμφωνήσει να σου «δανείσει» τη μουσική του και πώς έγινε η προσέγγισή του;
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 στριφογύριζε στο μυαλό μου η ιδέα για τη δημιουργία ενός mash up δίσκου (εις την «καθ’ ημάς» νόρμα) στο πνεύμα του The Rapsody Overture: Hip Hop Meets Classic… και του S&M, του δίσκου που είχαν κυκλοφορήσει οι Metallica σε συνεργασία με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σαν Φρανσίσκο. Αρκετά χρόνια αργότερα, καλοκαίρι του 2006, βρέθηκα σε μία συναυλία του Σταμάτη Σπανουδάκη στο Ηρώδειο, όπου άκουσα μία διασκευή του “Κύριε Ελέησον” με electro στοιχεία, διασκευή που είχε κάνει ο Σταμάτης ειδικά για εκείνη τη βραδιά. Συνειδητοποίησα τότε με την αρωγή ποίου θα μπορούσε να υλοποιηθεί η ανωτέρω ιδέα!
Η αρχική διαμεσολάβηση έγινε από δύο κυρίες, την Όλγα Παυλάτου και τη Μαργαρίτα Σιδερίδου. Εννοείται πως, όταν έμαθα ότι δέχτηκε, καταχάρηκα! Mου δινόταν πλέον η δυνατότητα να πραγματοποιήσω ένα μεγάλο μουσικό μου απωθημένο. Θεωρώ ότι αυτός ο δίσκος με τον Σταμάτη είναι η σημαντικότερη συνεργασία της μουσικής μου πορείας. Αυτό που κρατάv, πέραν της εμπειρίας φυσικά, είναι η φιλία• γιατί διατηρήσαμε επαφή και μετά το πέρας των ηχογραφήσεων.
Έχοντας μεγάλη εμπειρία από δυναμικές συναυλίες όλα αυτά τα χρόνια ποια ή ποιες θα έλεγες ότι είναι εκείνες οι εμφανίσεις που σου έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη;
Είναι πολλές οι συναυλίες που έχουμε κάνει και είχαν αρκετή δυναμική. Τώρα, αν πρέπει οπωσδήποτε να ξεχωρίσω κάποιες, θα αναφέρω (ως Terror X Crew) τη συναυλία στο γήπεδο Χαλανδρίου, τη συναυλία στο extreme sports festival στο Καβούρι (από όπου έχουν ληφθεί και αρκετά πλάνα για το βιντεοκλίπ του τραγουδιού “Η Μέθοδος Του Προκρούστη”), την παρουσίαση της Γεύσης Του Μένους στο Camel Club, τη συναυλία στο 1ο graffiti festival στην Αθήνα, στην Ερμού το 1998 (πρoτού πεζοδρομηθεί). Ως A/E, οι συναυλίες που μου έρχονται πρώτες στο νου είναι: το 1ο live μετά τη διάλυση των ΤΧC (ως Α/Ε πλέον) στο κέντρο των Αθηνών, οι συμμετοχές μας στο Athens Hip Hop Festival στο Γκάζι, η παρουσίαση του Λυκόσχημου Αμνού και το τελευταίο live με τον Ευθύμη που κάναμε στη Θεσσαλονίκη, στο Block 33.
{youtube}Er11iQ4fyRo{/youtube}