Νίκος Σβέρκος

Το επταήμερο που μας πέρασε η είδηση του θανάτου του Παντελή Παντελίδη μας συγκλόνισε. Μπορεί από το δικό μας σινάφι (σιγά το σινάφι δηλαδή, μερικές χούφτες ακροατές είμαστε, που συνήθως κρατάμε απόσταση από το τι συμβαίνει πραγματικά στην κοινωνία και βαυκαλιζόμαστε αραδιάζοντας 32 ονόματα σε μια ανιαρή κουβέντα) να μην είχε ευθεία σχέση με τον αποθανόντα, ούτε με τους κώδικες στους οποίους κινήθηκε κατά την καριέρα του στις πίστες, ωστόσο κάτι μας λύγισε.

Προσωπικά μιλώντας, εδώ στο Avopolis είχα γράψει το 2012 ένα κείμενο για τον Παντελίδη, συνεπαρμένος από τον ενθουσιασμό –παιδαριώδη ως έναν βαθμό– που απέπνεε το σύνολο μπροστά στην οθόνη. Καλό, πραγματικά λαϊκό παιδί, το οποίο έγραφε με περίσσειο ερασιτεχνισμό στίχους και μουσική για τους έρωτές του. Ήταν μάλιστα προφανές ότι ο Παντελίδης τους έρωτες αυτούς τους είχε ζήσει βαθιά, τόσο βαθιά ώστε έφτανε να σιχτιρίζει την ώρα και τη στιγμή που μπλέχτηκε σε δαύτους. Πολύ γήινη αντίληψη για το φαινόμενο είχε ο Παντελίδης, αλλά καθόλου κυνική. Αγαπούσε, αφιερωνόταν και ύστερα αναπολούσε με μίσος. Σαν δύο συγκοινωνούντα δοχεία τα δύο αντιφατικά συναισθήματά του.

{youtube}Ou2c62SiHvU{/youtube}

Μερικοί θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές και θα τρίβετε τα μάτια σας. Ας είναι. Και ας απαντήσουμε ειλικρινά. Πότε είδαμε τελευταία φορά κάποιον να στέκεται ντροπαλός μέσα σε μια θάλασσα λουλούδια; Πότε ακούσαμε με απλά λόγια ότι ο έρωτας (η χρήση της «καψούρας» είναι υποτιμητική εδώ) αποτελεί στην πραγματικότητα μια μορφή ακραίας παραίτησης; Ο καθείς μπορεί να δώσει την απάντησή του και ο Παντελίδης είχε δώσει με υπερηφάνεια τη δική του.

Ο θάνατος του Παντελή Παντελίδη είχε και ακόμα μία πτυχή, πολύ καθοριστική. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό, τη μεγαλύτερη (ακόμα) μάστιγα στις νεότερες ηλικίες. Δεν ήταν μοναχός και άγιος, κανείς δεν είναι σε τελική ανάλυση. Βούτηξε στην επιτυχία, την άρπαξε, όπως θα έκανε κάθε γνήσιο τέκνο μιας λαϊκής συνοικίας. Κάθε παιδί, σαν αυτά που συνέρρευσαν στη κηδεία του, που η καθημερινή τους έγνοια είναι πώς θα φτάσει το Σαββατόβραδο να φορέσουν τα «καλά» τους για να πάνε να προσκυνήσουν το νέο αστέρι της πίστας.

Αυτήν την έγνοια δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε πλήρως εμείς της υποτιθέμενης «αντίπερα» όχθης. Μπορούμε μόνο να στέκουμε αμήχανοι και να την παρατηρούμε. Να κοιτάμε με προσοχή τους ήρωές της και να αποδεχόμαστε τη λαϊκότητά τους. Την ευθύτητα και την απλότητά τους. Ακόμα και αν στο βάθος βλέπουμε το ανώφελο του πράγματος. Άλλωστε το ίδιο δεν θα λένε κι εκείνοι για εμάς;

*Ταχεία ανάρρωση ευχόμαστε στις δύο συνεπιβάτιδες του αυτοκινήτου.

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured