Δεν ανήκει στους μουσικούς που έχουν την ανάγκη να βγάζουν διαρκώς δίσκους ο Robbie Robertson, ούτε θέλει να βρίσκεται συνέχεια στην επικαιρότητα. Όμως το 2019 είναι μία από τις πιο γεμάτες και δημιουργικές χρονιές του.

Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει το soundtrack του The Irishman, του γκανγκστερικού έπους που ετοίμασε ο μεγαλύτερος εν ζωή σκηνοθέτης, Μάρτιν Σκορσέζε. Αυτό είναι το 7ο score ταινίας του Σκορσέζε του οποίου ο Robertson αναλαμβάνει την παραγωγή και την επιμέλεια, ως αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας φιλίας, που ξεκινάει βέβαια από το ιστορικό ντοκιμαντέρ The Last Waltz (1978), όταν ο Σκορσέζε κινηματογράφησε την αποχαιρετιστήρια συναυλία των The Band.

Ήταν τα άγρια χρόνια, τότε που οι Robertson και Σκορσέζε δοκίμαζαν τα όρια της υπερβολής ζώντας ως συγκάτοικοι: περνούσαν βδομάδες χωρίς ύπνο σε ένα διαμέρισμα, μόνο με ναρκωτικά, με χιλιάδες ταινίες να προβάλλονται όλο το 24ωρο. Αυτή η σχέση των 40 χρόνων βρίσκει εδώ τον δρόμο της στο εναρκτήριο τραγούδι “I Heard You Paint Houses”. Είναι βέβαια και ο (εκπληκτικός) τίτλος του βιβλίου στο οποίο βασίζεται το Irishman –ο συγκεκριμένος κωδικός σημαίνει για τη Μαφία ότι κάποιος εκτελεί δολοφονίες κατά παραγγελία, με το αίμα των θυμάτων να βάφει τους τοίχους των σπιτιών. Στο ομώνυμο τραγούδι, ο Robertson μας χαρίζει ένα τρυφερό και ανοιχτόκαρδο ντουέτο με τον Van Morrison.

Φέτος κυκλοφορεί εντωμεταξύ και το ντοκιμαντέρ Once Were Brothers: Robbie Robertson And The Band, που βασίζεται σε όσα έγραψε στην ομώνυμη αυτοβιογραφία του ο Αμερικανός δημιουργός, το 2016. Το "Once Were Brothers" αντανακλά λοιπόν αυτές τις μνήμες, από την ξέφρενη πορεία των Band στη δεκαετία του 1970, στο πλευρό του Bob Dylan. «There’ll be no revival, there’ll be no encore» λένε σοφά οι στίχοι του ρεφρέν, καθώς ο αφηγητής κοιτάζει νοσταλγικά τα χρόνια της νιότης· παραλληλίζοντας τα μέλη του γκρουπ με στρατιώτες στον Εμφύλιο, οι οποίοι με τα χρόνια απομακρύνθηκαν.

Ασφαλώς, είναι εύλογο να απορεί κανείς για το πόσα έχει να πει ένας τραγουδοποιός σαν τον Robertson σήμερα, όταν μάλιστα έχουν περάσει 8 χρόνια από την προηγούμενη δουλειά του How Τo Become Clairvoyant (2011). Κάθε επιφύλαξη γίνεται ωστόσο καπνός με τις ψυχεδελικές κιθάρες, τις μνήμες οργής και τα φλογισμένα φωνητικά του “Dead End Kid”. Όταν ο Robertson τραγουδάει «I stole a Bible from a hotel room, I can't pay the bill and check out time is noon» φέρνει στο μυαλό τον Dylan, ειδικά της περιόδου του Oh Mercy! (1988), όταν ο Daniel Lanois μαλάκωσε και γείωσε τον ηλεκτρικό του ήχο.

Ο δίσκος είναι χορταστικός και γενναιόδωρος. Το Sinematic δικαιολογεί μάλιστα τον τίτλο του με δύο μινιμαλιστικά και πολύ ατμοσφαιρικά οργανικά, τα "Remembrance" και "Wandering Souls", τα οποία μοιάζουν να ανήκουν σε μια ταινία που θες σαν τρελός να τη δεις. Μία από τις καλύτερες στιγμές είναι επίσης το “Shanghai Blues”, όπου ο Robertson διηγείται γκανγκστερικές ιστορίες υιοθετώντας το αφηγηματικό στυλ των τελευταίων άλμπουμ του Leonard Cohen. Μια λιγότερο καλή στιγμή, πάλι, είναι το “Walk In A Beauty Way”, όπου τα guest φωνητικά αποπροσανατολίζουν το σύνολο: η Felicity Williams τραγουδάει σαν να έχει να αποδείξει πολλά –και φαίνεται.

Αφήστε λοιπόν για λίγο τους χιλιάδες τραγουδοποιούς και τροβαδούρους, όσους νομίζουν ότι μπορούν να μιλήσουν για τα πάντα χωρίς να έχουν ζήσει τίποτα· και δώστε λίγο χρόνο να ακούσετε αυτά που λέει ο Robertson. Αφεθείτε στο παρεΐστικο groove του "Let Love Rain" και στα πληθωρικά layers της κιθάρας στο "The Shadow". Όταν ακούς τα νέα του τραγούδια, νιώθεις ξεκάθαρη ασφάλεια. Νιώθεις ότι σου λέει την αλήθεια.

{youtube}JzQCV4LQDV0{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured