Από τις μπάντες που έθρεψε η Νέα Υόρκη –η μεγάλη ροκομάνα– και που ξεφύτρωσαν στο γύρισμα της χιλιετίας, οι Interpol αποδείχτηκαν τελικά όχι μόνο η πιο στυλάτη, αλλά και η πιο ανθεκτική. Ακόμα κι όταν έμοιαζαν να παραπαίουν, έπειτα από το μέτριο 4ο τους άλμπουμ Interpol (2010) και την αποχώρηση του μπασίστα Carlos Dengler, οι εναπομείναντες Paul Banks, Daniel Kessler & Sam Fogarino κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να ανατρέψουν τα δεδομένα με το προ τετραετίας El Pintor (τα εξηγεί διεξοδικά ο Άγγελος Γεωργιόπουλος εδώ).
Το φετινό 6ο άλμπουμ συνεχίζει την από μεριάς τους παράδοση της κατάθεσης μη κακών δίσκων. Φαίνεται πως ο αποπροσανατολισμός του παρελθόντος έμεινε ακριβώς εκεί (στο παρελθόν), ενώ η διάθεσή τους για διακριτική αλλά σαφή αναδιαμόρφωση του συλλογικού τους χαρακτήρα παραμένει αδιαπραγμάτευτη. Ποτέ δεν έπαψαν να νοιάζονται τούτοι οι τύποι, κι αυτό αποτελεί ίσως το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμά τους.
Το Marauder είναι από όλες τις απόψεις μία αξιοπρεπέστατη (και βάλε) απόπειρα συνέχειας και εμβάθυνσης του πνεύματος του El Pintor. Αλλά ποιο ακριβώς είναι αυτό το πνεύμα; Κατά την άποψή μου, είναι εκείνο της συναισθηματικής εμπλοκής.
Ενώ με το Turn On The Bright Lights (2002) οι Interpol μας συστήθηκαν ως πρεσβευτές μιας μελαγχολικής αποστασιοποίησης και μιας κρυστάλλινης αποξένωσης, σταδιακά η τραγουδοποιία τους έγειρε προς μια πιο ζεστή, πιο παρούσα και πιο παθιασμένη ταυτότητα. Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή, πήγαν κόντρα στο φαίνεσθαι του καιρού τους και επέμειναν στην ουσία: ενώ η social media εποχή οδηγούσε ολοένα και περισσότερους στην εσφαλμένη ταύτιση της ιδιώτευσης πίσω από την οθόνη με την επικοινωνία και τη διασυνδεσιμότητα, εκείνοι γίνονταν ολοένα και πιο απτοί, ανοιχτοί και ευθείς.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ετούτα τα 11 νέα τραγούδια (συν 2 ιντερλούδια) αποδεικνύονται αποτελεσματικά, καλοβαλμένα, συνεπή. Μοστράροντας έναν ήχο που φέρει εντός του σωστές ισορροπίες ανάμεσα στη γνώριμη πυγμή τους και μια πρωτοφανέρωτη θολούρα, η μπάντα εφοδιάζει τα κομμάτια της με άγγιστρα που δεν εντοπίζονται μόνο στις συμπληρώστε-τα-κενά (α)μελωδικές στροφές, μα και σε άλλα σημεία: η ιδιαιτερότητα, για παράδειγμα, με την οποία ο Banks τροχοδρομεί τις λέξεις του επί των χρονικών ορίων παραμένει συναρπαστικά «ενοχλητική» (και μάρτυρας του διαχρονικού ενδιαφέροντός του για το χιπ χοπ), ενώ τα τύμπανα του Fogarino και οι κιθάρες του Kessler σε κρατάνε πάντα στην πρίζα. Η επιμονή επίσης του παραγωγού Dave Fridmann να τους βάλει να γράψουν ζωντανά –αφήνοντας απείραχτα τα όποια λάθη και περιορίζοντας τα overdubs στο ελάχιστο– δούλεψε σαφέστατα υπέρ τους.
Σωστά επιλέχθηκε ο τίτλος, λοιπόν: Ο Λαφυραγωγός, ένας εμπροσθοβαρής δίσκος που ξεκινά με διαδοχικές κατραπακιές (“If You Really Love Nothing”, “The Rover”, “Complications”), που φτάνει φουριόζος μέχρι περίπου το μέσο του κι έπειτα κάνει άνετο παιχνίδι με τα κεκτημένα, δεν επιτρέπει σχεδόν ποτέ την αμφισβήτηση της επικινδυνότητάς του. Κι αν μόλις πέρυσι οι Interpol περιόδευσαν παίζοντας καθ’ ολοκληρίαν το ντεμπούτο τους –με αφορμή τη 15ετία από την κυκλοφορία του– είναι σαφές ότι δεν τη χρειάζονται από τώρα αυτή την καταφυγή στη νοσταλγία. Αντίθετα, είναι το παρόν τους που χρειάζεται, δικαιούται και επιζητά τον ζωτικό του χώρο. Όσο για το αύριό τους, με βάση όσα καταθέτουν εδώ, φαντάζει ικανό να αποκαλύψει και νέα κεφάλαια του χαρακτήρα τους.
Το αύριο του ευρύτερου ροκ, βέβαια, είναι διαφορετική υπόθεση –κι άλλωστε οι Interpol δεν φιλοδόξησαν ποτέ έστω και να κάνουν πως κοιτούν προς τα εκεί. Με κάμποσους από τους δίσκους τους, όμως, υπήρξαν σταθερά ανάμεσα σε όσους το έκαναν πιο εύκολο να χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη με τα τρία γράμματα στον ενεστώτα χρόνο, χωρίς να χαμηλώνουμε τη φωνή, χωρίς να νιώθουμε κομματάκι γραφικοί και ξεπερασμένοι.
Δεν το λες και λίγο.
{youtube}cKDq5dc4wO8{/youtube}