Οι αόρατοι παρτενέρ είναι πολλοί, αλλά ο χορευτής-πρωταγωνιστής μόνο ένας: για τον Κωστή Γαρδίκη ο λόγος, τον άνθρωπο που τα πρωινά εργάζεται ως νανοτεχνολόγος, και τις νύχτες μεταμορφώνεται σε μύστη σκοτεινών ποπ αναζητήσεων. Το Honey είναι το πρώτο επίσημο άλμπουμ του, έχουν όμως προηγηθεί διάφορες ηχογραφήσεις για το θέατρο, οι οποίες είναι διαθέσιμες στη σελίδα του στο Bandcamp.
Με το Honey, πάντως, είναι σαν να κάνει restart ο Γαρδίκης, καθότι εντός του παρουσιάζει το μουσικό όραμά του με σαφή και ολοκληρωμένο τρόπο, για πρώτη φορά. Ένα όραμα που περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο ηλεκτρονικά και ηλεκτρικά όργανα (σύνθια, κιθάρες) πλάι στα απαραίτητα κρουστά, και προσπαθεί να ψηλαφίσει μια θεματολογία η οποία έχει να κάνει με την «πραγματικότητα μέσα στην πραγματικότητα και την εξαΰλωση του tagging και των κοινότοπων δυικών αντιλήψεων (με προεξάρχοντα τα δίπολα έρωτας/θάνατος, θόρυβος/σιωπή)», όπως αναφέρεται και στο δελτίο Τύπου.
Κι αν η πρότασή του σε ό,τι αφορά το προαναφερθέν φιλοσοφικό concept δεν αποσαφηνίζεται ακριβώς μέσα στο ακρόαμα, ο Γαρδίκης αποδεικνύεται ιδιαίτερα ικανός στο στήσιμο μουσικών συνθέσεων, αλλά και στη σωστή διάρθρωση των ηχητικών μερών που τις επενδύουν. Γίνεται μάλιστα σαφές από τις πρώτες στιγμές της ακρόασης και δεν διαψεύδεται σχεδόν ποτέ κατά τη ροή του άλμπουμ. Τα 9 κομμάτια που καταθέτει εδώ διαθέτουν αρχή, μέση και τέλος, ιδέες καθαρές και στιβαρές, ενώ και η ηχοδομή αναδεικνύεται επαγγελματική, σωστά υλοποιημένη και πλούσια σε ευρήματα. Εύσημα βέβαια για το δεύτερο αυτό σκέλος οφείλονται οπωδήποτε και στον παραγωγό Callmelazy.
Το ίδιο άμεσα, πάντως, εντοπίζονται και κάποια σημεία τα οποία αδυνατίζουν το στίγμα του συνθέτη και ερμηνευτή. Συχνά ο Γαρδίκης αφήνεται να κυλήσει πολύ κοντά στις αναφορές του, με αποτέλεσμα να μοιάζει λες και «αναπαράγει» διάφορες σχολές –το “Nova York (Teardrops)”, ας πούμε, ακούγεται σαν αναμέτρηση ανάμεσα στον Αλέξανδρο Βούλγαρη και στον Thom Yorke· το “Tonite”, πάλι, είναι σαν να το έγραψαν οι Garbage, ενώ η αισθητική των Depeche Mode δίνει το παρών σχεδόν σε όλα τα σημεία της δουλειάς. Οι στίχοι, επίσης, βρίσκονται στο γνωστό και αναμενόμενο μοτίβο της εγχώριας αγγλόφωνης παραγωγής: όχι ιδιαίτερα πειστικοί, κάπως φλου, κάπως προσπεράσιμοι. Όσο για τις ερμηνείες, παρότι αποδεικνύονται επαρκείς (βοηθούμενες και από την άνεση του Γαρδίκη να κινείται σε μεγάλο τονικό εύρος), έχουν περιθώρια βελτίωσης· όχι μόνο ως προς την προφορά, αλλά και ως προς την ακρίβεια και τον συναισθηματικό τους φόρτο.
Ενδεχομένως τα πλην να μοιάζουν περισσότερα από τα συν στην προηγηθείσα καταγραφή, όμως το αποτέλεσμα για το Honey είναι, κατά τη γνώμη μου, σαφέστατα θετικό. Για παράδειγμα, η ποιότητα και το περιεχόμενο των μουσικών ιδεών υποσκελίζουν τις όποιες αντιρρήσεις σχετικά με τον στίχο: θα μπορούσε η φωνή απλώς να εκφέρει ακατάληπτους φθόγγους, χωρίς σημαντικές απώλειες στον αντίκτυπο της δουλειάς. Ο σκόπελος του «φόρου τιμής» αποφεύγεται μεν πολύ οριακά, όμως, με κάποιον θαυματουργό τρόπο, τίποτα τελικά δεν κατακρημνίζει το Honey, τίποτα δεν του βάζει την ανεπανόρθωτη τρικλοποδιά.
Είναι λοιπόν άξια εξερεύνησης η περίπτωση του Κωστή Γαρδίκη, με βάση όσα καταθέτει στο Honey. Η μουσική μαστοριά του δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, όμως μένει να αποδείξει ότι μπορεί να γράψει αληθινά μεγάλα τραγούδια, που να φέρουν ευδιάκριτη την υπογραφή του και να συνεισφέρουν κάτι πραγματικά ουσιώδες στο έλλογο μέρος τους. Μέχρι τότε, πάντως, δεν μας πέφτουν καθόλου λίγα κομμάτια όπως το “A Mort”, το “Tear Away” και το “Seaside Blues”, στο οποίο ντουετάρει με μια θεσπέσια Melentini.
{youtube}_IVK-If_oPk{/youtube}